
18/07/2025
Τα τελευταία χρόνια προωθούνται κατά καιρούς θεωρίες και μέθοδοι που αποδίδουν τη δυσλεξία κυρίως σε οφθαλμικά ή οπτικοκινητικά αίτια, με χρήση εργαλείων που παρακολουθούν τις κινήσεις των ματιών κατά την ανάγνωση. Ορισμένες από αυτές τις προσεγγίσεις παρουσιάζουν ερευνητικό ενδιαφέρον, όμως δεν υποστηρίζονται ως έγκυρα διαγνωστικά μέσα από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα. Είναι σημαντικό οι γονείς να γνωρίζουν ότι η δυσλεξία είναι πρωτίστως γλωσσικής φύσης και ότι η αξιολόγηση πρέπει να βασίζεται σε φωνολογικά και γνωστικά τεστ, με σταθμισμένα εργαλεία που ανταποκρίνονται στις ανάγκες του παιδιού.
Η πιο τεκμηριωμένη και αποδεκτή θεωρία σήμερα είναι η φωνολογική θεωρία της δυσλεξίας. Σύμφωνα με αυτήν, οι δυσκολίες ανάγνωσης και γραφής προκύπτουν κυρίως από ελλείμματα στη φωνολογική επεξεργασία, στην φωνολογική βραχύχρονη μνήμη και στην γρήγορη κατονομασια. Όταν μία ή περισσότερες από αυτές τις δεξιότητες δεν έχουν αναπτυχθεί επαρκώς, είναι πιθανό να εμφανιστούν δυσκολίες στην ανάγνωση, την ευχέρεια και την ορθογραφία.
Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι η δυσλεξία δεν εκδηλώνεται με τον ίδιο τρόπο σε όλα τα παιδιά. Κάποια παιδιά έχουν πρωτίστως φωνολογικές δυσκολίες, ενώ άλλα εμφανίζουν κυρίως έλλειμμα στην ταχύτητα επεξεργασίας και στην αυθόρμητη ανάκληση λέξεων (RAN). Υπάρχουν και περιπτώσεις με συνδυασμό και των δύο. Η αξιολόγηση μέσω των ΦΩ.ΤΑ.ΔΥΣ. μας δίνει τη δυνατότητα να εντοπίσουμε όχι μόνο την ύπαρξη δυσκολίας, αλλά και τον τύπο της, ώστε η παρέμβαση να στοχεύει με ακρίβεια στις πραγματικές ανάγκες του παιδιού.
Στο κέντρο μας χρησιμοποιούμε τα ΦΩ.ΤΑ.ΔΥΣ., τα Φωνολογικά Τεστ Αξιολόγησης Δυσλεξίας, για παιδιά 5–6 ετών και 6–8 ετών. Τα τεστ αυτά είναι σταθμισμένα για τον ελληνόφωνο πληθυσμό και μας επιτρέπουν να αξιολογήσουμε αξιόπιστα τη φωνολογική επεξεργασια, τη φωνολογική μνήμη και την ταχύτητα επεξεργασίας (RAN). Η αξιολόγηση μέσω των ΦΩ.ΤΑ.ΔΥΣ. δίνει μια ξεκάθαρη εικόνα των δυνατοτήτων του παιδιού και μας επιτρέπει να σχεδιάσουμε παρέμβαση προσαρμοσμένη στις ανάγκες του.
Η σωστή υποστήριξη ξεκινά από τη σωστή αξιολόγηση με επιστημονικά τεκμηριωμένες πρακτικές και αξιόπιστα εργαλεία. Όταν η παρέμβαση σχεδιάζεται υπεύθυνα και εξατομικευμένα, μπορούμε να ενισχύσουμε τις μαθησιακές ικανότητες του παιδιού, να αξιοποιήσουμε πλήρως τις δεξιότητές του και να του δώσουμε τα κατάλληλα εφόδια για να ανταποκριθεί με αυτοπεποίθηση στις σχολικές απαιτήσεις.