18/09/2025
ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΜΕΤΑΞΥ ΠΑΙΔΙΩΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ
Ένας από τους πολλούς μύθους που κυκλοφορούν σχετικά με τη γονικότητα είναι ότι οι γονείς πάντα αγαπούν όλα τους τα παιδιά το ίδιο. Αυτή είναι η βαθύτερη ανάγκη όλων μας και η αμφισβήτηση επιφέρει ανασφάλεια από την πλευρά του παιδιού και ντροπή από τους γονείς, γι' αυτό και δύσκολα γίνεται αποδεκτό ότι αυτό δεν ισχύει πάντα. Πριν αναλύσουμε το θέμα της πραγματικής διάκρισης, είναι σημαντικό να αποσαφηνίσουμε τι δεν αποτελεί διάκριση στην αγάπη. Δε σημαίνει ότι ένας γονιός αγαπά περισσότερο ένα παιδί από τα άλλα αν το φροντίζει αναγκαστικά περισσότερο λόγω ηλικίας ή αναπηρίας, ή αν σε μεγαλύτερη ηλικία το στηρίξει περισσότερο πρακτικά ή οικονομικά λόγω ανέχειας ή άλλων ιδιαίτερων συνθηκών. Τέτοιες συμπεριφορές αποτελούν αναγκαίες προσαρμογές στις ανάγκες και δυσκολίες κάποιων παιδιών και δεν αποτελούν ενδείξεις μεγαλύτερης αγάπης (αντιθέτως κάποιες φορές οι γονείς δυσανασχετούν με αυτά).
Ας δούμε τώρα πώς εμφανίζεται η διάκριση μεταξύ παιδιών και πού οφείλεται. Για χάρη ευκολίας, εδώ θα γίνεται αναφορά σε δύο παιδιά, αλλά εννοείται ότι μπορεί να είναι περισσότερα, μεταξύ των οποίων ένα να είναι προνομιούχο ή παραγκωνισμένο και αδικημένο. Η διάκριση λοιπόν μπορεί να εμφανιστεί με διάφορες συμπεριφορές, οι οποίες συνήθως είναι οι ίδιες σε όλο το ηλικιακό φάσμα (ακόμα και ηλικιωμένοι γονείς κάνουν διακρίσεις), με μικρές διαφοροποιήσεις λόγω ηλικίας, δεδομένων και βαθμού εξάρτησης.
Μερικά παραδείγματα είναι τα ακόλουθα:
1. Οι γονείς αποδίδουν σε ένα παιδί όλες τις καλές ιδιότητες όπως ομορφιά, εξυπνάδα, καλό χαρακτήρα, κοινωνικότητα κλπ, ενώ στο άλλο καμία ή μία - δύο αλλά "κουτσουρεμένες", π.χ. "είσαι πολύ έξυπνος αλλά τεμπέλης", "όταν θέλεις είσαι καλό παιδί" κλπ.
2. Επιτρέπουν στο ένα παιδί την αίσθηση του "αυτονόητου δικαιώματος" σε προνόμια, επειδή είναι το μεγάλο, το μικρό, το μόνο κορίτσι ή αγόρι κ.ο.κ., π.χ. να επιλέγει πάντα πρώτο από δώρα, φαγητά ή δραστηριότητες, ενώ αυτό μεγαλώνοντας μεταφέρεται σε περιουσιακά ζητήματα, αλλά και ζητήματα άλλων οικογενειακών αποφάσεων, όπως πώς θα περάσουν τις γιορτές, ποια θα είναι η διαχείριση ενός προβλήματος κλπ.
3. Σε διαφωνίες και συγκρούσεις, οι γονείς πάντα παίρνουν το μέρος του ενός. Δεν έχει σημασία πόσο ξεκάθαρο ή υποκειμενικό και ασαφές είναι ένα ζήτημα, δεν τους ενδιαφέρει αν το ένα παιδί τους είναι προσβλητικό ή και επιθετικό ακόμα προς το άλλο, αυτό έχει πάντα δίκιο στο μυαλό τους και πάντα θα βρουν τρόπο να το δικαιολογήσουν και να το υποστηρίξουν. Από το άλλο απαιτούν απολογία, επανόρθωση, ή τουλάχιστο σιωπή και ανοχή.
4. Αν το αδικημένο παιδί σωπαίνει και κλείνεται στον εαυτό του, το χαρακτηρίζουν ως αντικοινωνικό και παράξενο. Το ίδιο κάνουν κι αν διαμαρτυρηθεί για την αδικία που υφίσταται, αλλά εκεί του κολλούν και τη ταμπέλα του ζηλόφθονου, το κατηγορούν ότι ξεσπά επειδή ζηλεύει τον αδελφό ή την αδελφή του.
Πού οφείλεται η διάκριση;
Η διάκριση οφείλεται συνήθως σε ένα μείγμα παραγόντων, μερικοί από τους οποίους σχετίζονται με τα συγκεκριμένα παιδιά, αλλά οι περισσότεροι όχι, αφορούν τους γονείς. Μερικοί είναι οι εξής:
1. Το παιδί έχει το όνομα αγαπημένου ή προσώπου με το οποίο ο γονιός είχε συγκρουσιακή σχέση. Μπορεί να είναι παππούς ή γιαγιά, ή ακόμα και αδελφός/-ή που πέθανε και στο μυαλό του γονιού πήρε τη θέση του αδικοχαμένου προσώπου. Ή μπορεί να έχει το όνομα της κακής μητέρας ή του αντιπαθητικού πεθερού κ.ο.κ. Έτσι οι γονείς ακολουθούν το "όνομα και πράγμα", "ίδιος ο παππούς σου" κλπ, με θετική ή αρνητική έννοια, ανάλογα με τις εκάστοτε σχέσεις.
2. Το παιδί μοιάζει πολύ εμφανισιακά ή σε χαρακτήρα, ή αντιθέτως καθόλου στον ένα ή στον άλλο γονιό, σε έναν αγαπημένο παππού, μια αγαπημένη γιαγιά, ή σε παππούδες με τους οποίους οι γονείς δεν είχαν καλή σχέση, οπόταν και ισχύουν αυτά που αναφέρθηκαν στο προηγούμενο σημείο. Να σημειωθεί ταυτόχρονα ότι συχνά λειτουργεί και η "αυτοεκπληρούμενη προφητεία", δηλαδή αν οι γονείς θεωρούν ότι το παιδί μοιάζει πολύ με κάποιον, ακόμα κι αν αρχικά δε μοιάζει και τόσο, το κάνουν με τον τρόπο τους να του μοιάσει περισσότερο. Για γονείς νάρκισσους επίσης, το να μην τους μοιάζει το παιδί τους αποτελεί άμεσα λόγω δυσμενούς διάκρισης, καθώς αυτοί αγαπούν τα παιδιά τους μόνο ως ναρκισσιστικές προεκτάσεις τους και επομένως αδυνατούν να αποδεχθούν τη διαφοροποίηση.
3. Το παιδί έχει μια αναπηρία ή μόνιμο πρόβλημα υγείας. Ενώ κάποιοι γονείς γίνονται υπερπροστατευτικοί σε τέτοιες περιπτώσεις, είναι αρκετοί που ενδόμυχα δε θέλουν το ασθενές παιδί, όχι μόνο εξαιτίας των δυσκολιών που προκαλεί άθελά του στη ζωή τους, αλλά και γιατί αισθάνονται ντροπή και ίσως υποσυνείδητα και ενοχή που θέλουν να αποσείσουν. Η απόρριψη και δυσμενής διάκριση εναντίον παιδιών με αναπηρίες αφορά επίσης ιδιαίτερα τους ναρκισσιστικούς γονείς, αλλά όχι μόνο.
Οι συνέπειες τέτοιων διακρίσεων στα παιδιά είναι συνήθως δύο:
1. Το ευνοούμενο παιδί αναπτύσσει μια αίσθηση αυτονόητου δικαιώματος και γίνεται συχνά νάρκισσος και κακοποιητικός χαρακτήρας. Αυτά είναι προφανή μόνο σε όσους σχετίζονται στενά μαζί τους με σχέσεις εξάρτησης ή βρίσκονται κάτω από την εξουσία τους.
2. Το αδικημένο παιδί αναπτύσσει χαμηλή αυτοεκτίμηση, την οποία μπορεί να εκδηλώσει με χρόνιο στρες, κατάθλιψη και αυτοκαταστροφικότητα, ή και ως αντίδραση με επιθετικότητα.
Όταν βλέπετε πάντως αδέλφια να έχουν κακή σχέση μεταξύ τους, να ξέρετε πάντα πως οι γονείς έχουν κάνει σοβαρά λάθη στην ανατροφή τους και πιθανότατα σοβαρές διακρίσεις. Για να αποκατασταθούν αυτές οι σχέσεις θα πρέπει να αναγνωριστεί η αδικία και να υπάρξει αμοιβαία επιθυμία για δημιουργία μιας σχέσης σε υγιείς βάσεις.
Λουίζα Θεοφάνους
Εγγεγραμμένη Συμβουλευτική Ψυχολόγος
, , #γονικότητα, #διάκρισηπαιδιών, #αδελφικήαντιζηλία