20/01/2019
Θηλώματα ουροδόχου κύστης
Αίτια – παράγοντες κινδύνου
Η ακριβής αιτιολογία ανάπτυξης του καρκίνου της ουροδόχου κύστης είναι άγνωστη. Ωστόσο, υπάρχουν κάποιοι παράγοντες κινδύνου που αυξάνουν τις πιθανότητες εμφάνισής του:
1. Το κάπνισμα αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο εμφάνισής του. Οι καπνιστές διατρέχουν 2,5 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να αναπτύξουν καρκίνο ουροδόχου κύστης σε σχέση με τους μη καπνιστές.
2. Η έκθεση σε χημικές ουσίες στον χώρο εργασίας. Εργαζόμενοι σε χώρους επεξεργασίας δέρματος, με βιομηχανικά ελαστικά, ή όσοι έχουν επαγγελματική έκθεση σε βαφές διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο.
3. Η θεραπεία με φάρμακα όπως η κυκλοφωσφαμίδη.
4. Η ακτινοβολία στην πύελο (κάτω μέρος κοιλίας), πχ για τη θεραπεία του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας, μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο εμφάνισης του καρκίνου ουροδόχου κύστης.
Συμπτώματα
Τις περισσότερες φορές, ο καρκίνος της κύστης δεν δίνει συμπτώματα, εκτός από αιματουρία ή συχνουρία που επιμένει. Μπορεί να υπάρξει ένα μοναδικό επεισόδιο αιματουρίας και μετά τα ούρα να είναι καθαρά. Έτσι, ο ασθενής το ξεχνά για μεγάλο χρονικό διάστημα και όταν ξαναπαρουσιαστεί επεισόδιο αιματουρίας, ο καρκίνος ίσως έχει προχωρήσει. Άλλα, πιο σπάνια συμπτώματα του καρκίνου της ουροδόχου κύστης, είναι πόνος στην κοιλιά, αδυναμία-καταβολή, απώλεια βάρους, επώδυνη ούρηση, συχνουρία/επιτακτική ούρηση (παρόμοια συμπτώματα μπορούν να εμφανιστούν και σε πολλές άλλες παθήσεις).
Είναι πολύ σημαντικό με την πρώτη εμφάνιση αίματος στα ούρα να συμβουλευτούμε άμεσα τον ουρολόγο μας.
Διάγνωση - σταδιοποίηση
Μετά την κλινική εξέταση γίνονται κάποιες διαγνωστικές εξετάσεις. Σε αυτές, μπορεί να περιλαμβάνονται:
1. Γενική εξέταση ούρων.
2. Υπερηχογράφημα ουροδόχου κύστης.
3. Κυστεοσκόπηση (με ειδικό εργαλείο ελέγχεται το τοίχωμα της κύστης)
4. Κυτταρολογική εξέταση ούρων (για εντοπισμό καρκινικών κυττάρων)
5. Αξονική ουρογραφία.
6. Βιοψία κύστης.
Σε περίπτωση όπου διαγνωστεί καρκίνος της ουροδόχου κύστης, τότε πρέπει να γίνουν επιπλέον εξετάσεις για σταδιοποίηση της νόσου. Ο καρκίνος της κύστης αρχικά σταδιοποιείται σε δύο μεγάλες κατηγορίες, η αντιμετώπιση των οποίων είναι εντελώς διαφορετική.
Α. Επιφανειακός ή μη διηθητικός καρκίνος της ουροδόχου κύστεως.
Σε αυτή την περίπτωση, ο καρκίνος περιορίζεται στο επιφανειακό στρώμα του τοιχώματος της κύστης. Αποτελεί την πιο συχνή μορφή κατά τη διάγνωση (75% περίπου των περιπτώσεων). Ακόμη και μετά τη χειρουργική αφαίρεση, υπάρχει η τάση να υποτροπιάζουν βλάβες πολύ συχνά, γι’ αυτό η παρακολούθηση με κυστεοσκόπηση σε τακτά χρονικά διαστήματα είναι απαραίτητη.
Β. Διηθητικός καρκίνος της κύστης.
Αποτελεί την πιο απειλητική μορφή του καρκίνου, επειδή έχει προχωρήσει σε πιο βαθιά στρώματα (μυϊκό χιτώνα) της ουροδόχου κύστης. Το γεγονός αυτό αυξάνει τον κίνδυνο ο καρκίνος να δώσει μεταστάσεις σε λεμφαδένες ή σε άλλα όργανα (ήπαρ, πνεύμονες, οστά).
Θεραπεία-Το είδος της θεραπείας εξαρτάται από το στάδιο της νόσου και τη γενική κατάσταση της υγείας του ασθενή.
Θεραπεία επιφανειακού καρκίνου
Η θεραπεία των επιφανειακών όγκων γίνεται με χειρουργική αφαίρεση μέσω της ουρήθρας. Η διουρηθρική αφαίρεση του όγκου της κύστης γίνεται με ειδικό εργαλείο μέσα από το οποίο, με απευθείας όραση, βλέπουμε τον όγκο και με ειδικό εργαλείο τον κόβουμε σε κομμάτια και τον αφαιρούμε. Η αφαίρεση πρέπει να είναι πλήρης, μέχρι την βάση του. Τα τεμάχια στέλνονται για ιστοπαθολογική εξέταση, ώστε να διαπιστωθεί το βάθος εξάπλωσής του. Σε περίπτωση που επιβεβαιωθεί ότι πρόκειται για επιφανειακό καρκίνο μπορεί συμπληρωματικά να χρειαστεί να γίνει ενδοκυστική χημειοθεραπεία ή ανοσοθεραπεία, οι λεγόμενες ενδοκυστικές εγχύσεις. Αυτές γίνονται περιοδικά (π.χ. ανά εβδομάδα ή μήνα) και, με τη χρήση ενός λεπτού ουροκαθετήρα, το φάρμακο εγχύεται μέσα στην κύστη και μετά ο καθετήρας αφαιρείται. Αφήνεται εκεί να δράσει για περίπου 2 ώρες και στη συνέχεια η κύστη αδειάζει.
Ενδοκυστική ανοσοθεραπεία με BCG.
Το BCG αποτελείται από εξασθενημένα βακτηριακά στελέχη, τα οποία προκαλούν ανοσολογική απάντηση του οργανισμού απέναντι στα καρκινικά κύτταρα. Στις παρενέργειες της θεραπείας, είναι η συχνουρία, η αιματουρία και πιο σπάνια ο πυρετός.
Ενδοκυστική χημειοθεραπεία.
Γίνεται με τον ίδιο τρόπο, όπως η ανοσοθεραπεία. Παρουσιάζει λιγότερες και πιο ήπιες παρενέργειες από την ανοσοθεραπεία.
Η συχνότητα και η διάρκεια των ενδοκυστικών εγχύσεων θα καθοριστεί από τον ιατρό σας. Επίσης, θα πρέπει να γνωρίζεται ότι ο ιατρός σας θα σας υποδείξει ένα πρωτόκολλο παρακολούθησης σε τακτά χρονικά διαστήματα με κυστεοσκοπήσεις. Στόχος είναι η πρώιμη ανεύρεση τυχόν νέων βλαβών και η αφαίρεσή τους, προτού αυτές επεκταθούν ή διηθήσουν τα βαθύτερα στρώματα της κύστης.
Θεραπεία διηθητικού καρκίνου-Ριζική κυστεκτομή
Αφαιρείται ολόκληρη η ουροδόχος κύστη και ο προστάτης με τις σπερματοδόχους κύστεις στον άνδρα, ενώ στις γυναίκες γίνεται αφαίρεση της μήτρας, των εξαρτημάτων και τμήματος του κόλπου. Είναι μία βαριά επέμβαση με πολλές ημέρες νοσηλείας. Μετά την αφαίρεση της κύστης, θα πρέπει να αποκατασταθεί ο τρόπος με τον οποίο θα αποβάλλονται τα ούρα από τον οργανισμό. Αυτό μπορεί να γίνει είτε με την έξοδό τους από το δέρμα (με σακουλάκι) είτε με τη δημιουργία νέας κύστης από τμήμα λεπτού εντέρου. Υπάρχουν πολλές παραλλαγές της αποκατάστασης, και καθεμιά από αυτές παρουσιάζει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Η πιο κατάλληλη για έναν ασθενή θα πρέπει να συν-αποφασίζεται με τον ιατρό του.
Χημειοθεραπεία σε συνδυασμό με ακτινοβολία.
Στην περίπτωση αυτή, γίνεται αφαίρεση του όγκου από την ουρήθρα και ακολουθεί συνδυασμός χημειοθεραπείας και ακτινοθεραπείας, ώστε να αποφευχθεί η αφαίρεση της κύστης.
Αυτή η μέθοδος εφαρμόζεται σε αρρώστους που αρνούνται ή που δεν τους επιτρέπει η γενική τους κατάσταση να υποβληθούν σε κυστεκτομή.