
19/06/2025
Η κρίση «σε τι είμαι καλή;»
Ήταν λίγο μετά τις έντεκα το πρωί.
Ο δεύτερος καφές είχε ξεχαστεί στο χείλος του φλιτζανιού.
Ούτε ζεστός, ούτε κρύος.
Το είδος της αδράνειας που σκάβει κάτω απ’ τη μέρα σου.
Η σκούπα ακουμπισμένη στον τοίχο, με κοιτούσε.
Ή έτσι φαντάστηκα.
Οι λεπτοδείκτες γύριζαν, αλλά δεν έδειχναν την ώρα.
Μόνο έναν κύκλο που έκλεινε αργά μέσα μου.
Κι εκεί… ανάμεσα σε μια σκέψη που ξεφλούδιζε και μια σιωπή που άχνιζε από τον τρίτο καφέ στο μπρίκι, εμφανίστηκε.
Σιωπηλά, όπως έρχονται οι άνθρωποι που δεν είναι ακριβώς άνθρωποι, αλλά κάτοπτρα.
Ο Επιθεωρητής.
Όχι από αυτούς με καμπαρντίνα.
Όχι με όπλο.
Φορούσε ένα παλτό που θύμιζε ξεχασμένο φθινόπωρο και κρατούσε μια τσάντα γεμάτη παύσεις.
Κάθισε απέναντί μου χωρίς να ρωτήσει.
Άνοιξε το μπλοκ του, σήκωσε το βλέμμα και μου είπε,
όχι με φωνή, αλλά με βλέμμα που έγραφε πάνω στο τραπέζι μια ερώτηση.
Σκληρή. Ξερή. Αδιάντροπη.
«Για πες. Σε τι είσαι καλή ;»
Τα πάντα σταμάτησαν.
Ο χρόνος, οι λεπτοδείκτες, το μυαλό, και το ψεύτικο κουράγιο.
Σαν να ’χα ξεχάσει να ζήσω, μόνο και μόνο για να απαντήσω σ’ αυτή την ερώτηση.
Έψαξα απαντήσεις, αλλά εκείνος δεν κοιτούσε τα επιτεύγματά μου.
Κοιτούσε τι απέμεινε όταν έσβησε το χειροκρότημα.
«Σε τι είμαι καλή;»
Έγειρα πίσω. Κοίταξα το ταβάνι, μήπως είχε απαντήσεις.
Τίποτα. Μόνο κάτι αράχνες.
Ο αχνός από τον καφέ σχημάτιζε λέξεις που δεν ήθελα να διαβάσω.
Μνήμες από αποτυχημένα σχέδια, όνειρα που ήπιαν κονιάκ και δεν ξύπνησαν ποτέ.
Άρχισα να ψάχνω απαντήσεις στο συρτάρι.
Πτυχίο; Τσαλακωμένο.
Ικανότητες; Κρυμμένες πίσω από υποχρεώσεις.
Επιτεύγματα; Φωτογραφίες ξεθωριασμένες, κολλημένες με σελοτέιπ στην ψυχή.
Και τότε κατάλαβα.
Δεν έψαχνα ταλέντα.
Έψαχνα αποδείξεις ύπαρξης.
Χωρίς να το σκεφτώ έπιασα χαρτί και μολύβι.
Άρχισα να γράφω. Σχεδόν μηχανικά. Σχεδόν προσευχόμενη.
Ξυπνάω κάθε μέρα. Δεν είναι λίγο.
Δεν έβαλα φωτιά στο σπίτι, ούτε στην καρδιά μου, σήμερα.
Μιλάω σε φυτά και μου απαντούν. Με τον τρόπο τους. Και μερικές φορές μεγαλώνουν.
Βλέπω όνειρα που δεν χωράνε στα πόδια μου, κι όμως, περπατάω.
Δεν ανατινάχθηκε ακόμα η κουζίνα.
Αντέχω. Χωρίς χειροκρότημα.
Και κάποιες νύχτες, όταν όλα σιωπούν, θυμάμαι ποια ήμουν παιδί.
Δεν έπαψα να ψάχνω, ακόμα κι όταν όλα μου είπαν «φτάνει».
Το χαρτί γέμισε.
Σήκωσα το κεφάλι.
Ο Επιθεωρητής χαμογέλασε.
Ή έτσι νόμιζα. Ίσως ήταν απλώς η αντανάκλαση του ήλιου στο τζάμι.
Με κοίταξε με βλέμμα που δεν σχολιάζει, απλώς βλέπει.
Δεν είπε τίποτα. Μόνο έγνεψε ελαφρά, σαν να έβαλε μια υπογραφή κάπου μέσα μου.
Κι έπειτα σηκώθηκε και έφυγε.
Ούτε βήματα ακούστηκαν.
Μόνο το τρίξιμο της συνείδησης μου.
Κοίταξα ξανά τη σκούπα. Δεν με κοίταζε πια.
Έβαλα το χαρτί σε ένα φάκελο.
Έγραψα απέξω:
«Αποδείξεις ζωής.
Υπογεγραμμένες από τη σιωπή.»
Και τότε κατάλαβα.
Δεν ήταν ερώτηση η φράση του.
Ήταν καθρέφτης.
Και για πρώτη φορά, δεν απέφυγα το είδωλο.
Απλώς περίμενα τη σωστή στιγμή.
Κι όταν ήρθε, έγραψα.
Όχι για να σωθώ.
Αλλά για να φυτέψω μια σκιά κάπου, μήπως ένας άλλος εαυτός ξαποστάσει στο μέλλον.
γράφει Maria Stathi
iristhesea📷