Μιχάλης Πατεράκης Γραφείο Ψυχανάλυσης & Ψυχικής Υγείας

  • Home
  • Greece
  • Athens
  • Μιχάλης Πατεράκης Γραφείο Ψυχανάλυσης & Ψυχικής Υγείας

Μιχάλης Πατεράκης Γραφείο Ψυχανάλυσης & Ψυχικής Υγείας Contact information, map and directions, contact form, opening hours, services, ratings, photos, videos and announcements from Μιχάλης Πατεράκης Γραφείο Ψυχανάλυσης & Ψυχικής Υγείας, Mental Health Service, Καρνεάδου 37, Κολωνάκι, Athens.

Ψυχαναλυτική Ψυχοθεραπεία για ενήλικες που αναζητούν βάθος και πραγματική μετατόπιση.
Κλινική εργασία υψηλής απαιτητικότητας σε ναρκισσιστικές οργανώσεις, επαναληπτικά μοτίβα και άγχος χωρίς προφανή αιτία, με συνέπεια και αυστηρότητα πλαισίου. Βραχεία και μακροχρόνια ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία. Αναλαμβάνονται περιπτώσεις αγχωδών διαταραχων, καταθλιπτικών αντιδράσεων, φοβικής συμπτωματολογίας, κρίσεων πανικού, ανορεξίας-βουλιμίας, ψυχοσωματικων εκδηλώσεων, παρατεταμένης μελαγχολίας, ψυχώσεων, διαταραχων της προσωπικότητας όπως υστερική, αποφευκτική, σχιζοειδής, σχιζότυπη, αντικοινωνική, οριακή, Ιδεοψυχαναγκαστική, παθητικοεπιθετική, κτλ Επίσης αναλαμβάνεται θεραπεία διαζυγίου, διαχείριση θυμού - εκρήξεων, αντιμετώπιση διαταραχης μετατραυματικού stress, κτλ.

16/12/2025

Η αντοχή στην επιθετικότητα.

GR I GE

Η αντοχή στην επιθετικότητα δεν είναι «καλός χαρακτήρας». Είναι δομή. Είναι η ικανότητα ενός ψυχισμού να δέχεται, να περιέχει και να μεταβολίζει επιθετικές κινήσεις – δικές του και των άλλων – χωρίς να συντρίβεται, χωρίς να απαντά μόνο με άμυνα ή αντεπίθεση και χωρίς να χρειάζεται να απωθήσει πλήρως την επιθετικότητα για να «είναι καλός».

Σε όλη τη σύγχρονη βιβλιογραφία, η επιθετικότητα παραμένει κεντρικό θέμα: μελέτες συνδέουν την παρορμητική επιθετικότητα με δυσρυθμίες στα κυκλώματα προμετωπιαίου φλοιού–αμυγδαλής και με σεροτονινεργικές ανισορροπίες, δείχνοντας ότι όταν ο εγκέφαλος δυσκολεύεται να ρυθμίσει ένταση, η επιθετικότητα ξεφεύγει σε πράξη. Για εμάς, όμως, το κρίσιμο ερώτημα παραμένει ψυχαναλυτικό: τι κάνει έναν άνθρωπο ικανό να αντέχει την επιθετικότητα; Όχι να την αρνείται, αλλά να τη σκέφτεται.

Ο Freud άνοιξε τον δρόμο όταν μίλησε για την επιθετικότητα ως αναπόσπαστο μέρος της ψυχικής οικονομίας, και ιδιαίτερα με την έννοια του ενστίκτου θανάτου – μιας τάσης προς αποσύνδεση, επανάληψη, στασιμότητα. Η Klein πρόσθεσε ότι η επιθετικότητα οργανώνει πρώιμες φαντασιώσεις καταστροφής του αντικειμένου, ενώ η δυνατότητα να αντέξουμε την ιδέα ότι «θέλουμε» και «φοβόμαστε» να καταστρέψουμε τον Άλλο, είναι βασικό βήμα μετάβασης από την παρανοειδο-σχιζοειδή στην καταθλιπτική θέση. Η αντοχή στην επιθετικότητα, σε αυτή τη γλώσσα, είναι η ικανότητα να μην χρειάζεται ο ψυχισμός να κόψει τον εαυτό στα δύο για να σωθεί από την αγριότητα των παρορμήσεών του.

Ο Winnicott μίλησε για τη σημασία του «αρκετά καλού» περιβάλλοντος για την επεξεργασία της επιθετικότητας. Το βρέφος δοκιμάζει, δαγκώνει, χτυπά φαντασιακά και πραγματικά. Όταν η μητέρα/περιβάλλον δεν τρομοκρατείται ούτε καταρρέει, η επιθετικότητα μπορεί να γίνει εμπειρία που αντέχεται και έτσι αποκτά νόημα. Αντίθετα, στο περιβάλλον που είτε συντρίβεται από την παιδική επιθετικότητα είτε την τιμωρεί αδυσώπητα, το παιδί μαθαίνει ότι η επιθετικότητα είναι κάτι που δεν πρέπει να υπάρχει – και τότε αναγκάζεται να την ζήσει είτε ως αυτοεπίθεση είτε ως ανεξέλεγκτη έκρηξη.

Ο Bion έδειξε ότι η αντοχή στην επιθετικότητα είναι πρώτα απ’ όλα λειτουργία containment. Η ψυχή χρειάζεται έναν «νου-δοχείο» που να αντέχει τις β-στοιχείες – αδιαμόρφωτα φορτία οδύνης, rage, τρόμου – και να μην τις επιστρέφει αμάσητες. Εκεί που δεν υπάρχει containment, η επιθετικότητα γίνεται πράξη, διάχυση, acting out. Εκεί που υπάρχει, μπορεί να γίνει σκέψη, όνειρο, νόημα.

Ο Kernberg συνέδεσε την επιθετικότητα με τις ναρκισσιστικές και οριακές οργανώσεις, δείχνοντας πώς η συσσωρευμένη, μη-μεταβολισμένη επιθετικότητα οδηγεί σε ιδεαλικοποιήσεις και απόλυτες υποτιμήσεις, σε σκληρό superego και σε εκρήξεις θυμού όταν πληγώνεται η αυτοεκτίμηση. Ο Kohut, από την άλλη, βλέπει την επιθετικότητα ως «διασπαστικό προϊόν» της ναρκισσιστικής κατάρρευσης – ως απάντηση στην εμπειρία ότι το Εγώ διαλύεται όταν δεν συναντάται από εμπαθητικό αντικείμενο. Και οι δύο, από διαφορετικές γλώσσες, μιλούν για το ίδιο: όταν το Εγώ δεν έχει εσωτερικό τόπο, η επιθετικότητα γίνεται άμυνα απέναντι στο κενό.

Ο Fairbairn προσθέτει ότι τα επιθετικά αντικείμενα εσωτερικεύονται: το παιδί προτιμά να κρατήσει μέσα του έναν σκληρό, κακοποιητικό εσωτερικό γονέα, παρά να βιώσει τον έξω γονέα ως κακό. Έτσι η επιθετικότητα μετατρέπεται σε εσωτερικό καταδιωκτικό σύστημα. Η αντοχή στην επιθετικότητα εδώ σημαίνει δυνατότητα να αναγνωριστούν αυτά τα εσωτερικά αντικείμενα ως τέτοια, χωρίς να ταυτιζόμαστε πλήρως μαζί τους.

Στη σύγχρονη βιβλιογραφία για την επιθετικότητα, οι Fonagy και Bateman μιλούν για mentalization: η ικανότητα να βλέπω τον εαυτό μου και τον Άλλο ως φορείς νοητικών καταστάσεων μειώνει την παρορμητική επιθετικότητα. Όταν μπορώ να σκεφτώ ότι ο άλλος έχει νου, δεν χρειάζεται να του επιτεθώ για να προστατευτώ. Η απώλεια της mentalizing function (υψηλό στρες, attachment trauma) συνδέεται σταθερά με επεισόδια βίας, αυτοτραυματισμού και acting out.

Από την πλευρά της εμπειρικής έρευνας, μετα-αναλύσεις σε επιθετικές συμπεριφορές δείχνουν ότι η συναισθηματική δυσρύθμιση, το ιστορικό πρώιμου τραύματος και η μειωμένη εκτελεστική λειτουργία (inhibition, γνωστική ευελιξία) είναι επαναλαμβανόμενοι δείκτες αυξημένου ρίσκου για επιθετικές εκφορτίσεις. Με δική μας γλώσσα: όπου η επιθετικότητα δεν μπορεί να σκεφτεί, πρέπει να δράσει. Όπου η σκέψη δεν αντέχει, η επιθετικότητα καταλαμβάνει τη θέση της.

Κλινικό παράδειγμα 1 (άντρας): Ένας άντρας γύρω στα 40, επιτυχημένος επαγγελματικά, έρχεται στη θεραπεία με επεισόδια έντονου θυμού σε σχέσεις – σπασίματα αντικειμένων, φωνές, στιγμές όπου «νεκρώνει» η σκέψη. Στις πρώτες φάσεις της θεραπείας, κάθε φορά που πήγαινα να ερμηνεύσω τη φαντασίωση εγκατάλειψης πίσω από τον θυμό, εκείνος είτε γινόταν παγερά ευγενικός είτε επιτίθετο σιωπηρά στο πλαίσιο (αργοπορίες, ακυρώσεις). Σιγά σιγά αποκαλύφθηκε μια ιστορία πρώιμης επαναλαμβανόμενης ταπείνωσης από τον πατέρα, ο οποίος «δεν σήκωνε αντιρρήσεις» και αντιμετώπιζε κάθε διαφοροποίηση ως προσβολή. Η επιθετικότητα του θεραπευόμενου ήταν η μόνη επιζήσασα μορφή αυτοπροστασίας. Η αντοχή στην επιθετικότητα, για μένα, σήμαινε να αντέξω να δεχθώ αυτό τον θυμό πάνω μου, να μην απαντήσω με αντι-θυμό ή με υπερ-κατανόηση, αλλά να τον κρατήσω αρκετά ώστε να αρχίσει να νοηματοδοτείται ως παλιά σχέση, όχι ως τωρινή απειλή. Εκεί, για πρώτη φορά, μπόρεσε να πει: «αν δεν θυμώσω, νιώθω ότι με σκοτώνουν». Αυτή η φράση άνοιξε έναν εντελώς νέο χώρο.

Κλινικό παράδειγμα 2 (γυναίκα): Μια γυναίκα στα 30, με ιστορικό συναισθηματικής παραμέλησης, εμφανίζεται εξαιρετικά «ήρεμη», ευγενική, «καλή». Δεν θυμώνει ποτέ. Η επιθετικότητα εδώ είναι απούσα στην επιφάνεια, αλλά παρούσα στο σώμα: κρίσεις πανικού, άυπνες νύχτες, ψυχοσωματικά. Κάθε ερμηνεία που προσέγγιζε πιθανή οργή προς τη μητέρα έφερνε έντονες αμυντικές κινήσεις: γέλιο, αποφόρτιση, αλλαγή θέματος. Στην πορεία, άρχισε να εμφανίζεται ένας λεπτός, κρυφός σαδισμός προς τον ίδιο της τον εαυτό – αυτοϋποτίμηση, επιλογές σχέσεων που την ταπείνωναν. Η αντοχή στην επιθετικότητα, εδώ, σήμαινε να αντέξω ως θεραπευτής τη φαντασιακή επιθετικότητα προς εμένα όταν άρχισα να της δείχνω ότι «η καλοσύνη της» κρύβει μίσος που δεν τολμά να απευθύνει προς κανέναν άλλον. Μόνο όταν μπόρεσε να πει μέσα στη συνεδρία: «θυμώνω μαζί σας που το βλέπετε αυτό», άρχισε να ξεχωρίζει η ζωντανή επιθετικότητα από την αυτοκαταστροφική.

Η προβολική ταύτιση, όπως την περιγράφει η Klein και την επεξεργάζεται ο Bion, είναι κεντρική στον τρόπο που η επιθετικότητα κυκλοφορεί στη θεραπευτική σχέση. Ο ασθενής δεν μας λέει πάντα «σου επιτίθεμαι»· συχνά μας βάζει στη θέση του αντικειμένου που δέχεται την επίθεση ή μας βάζει να νιώσουμε ως εμείς την δική του επιθετικότητα. Η πίεση της προβολικής ταύτισης είναι ακριβώς αυτό: να νιώθουμε, στο σώμα μας και στη σκέψη μας, κάτι που δεν ξεκίνησε από εμάς, αλλά που μας ζητά να το σκεφτούμε.

Τρόποι ταύτισης με την προβολική ταύτιση: μπορούμε να ταυτιστούμε «συμμετρικά» – να απαντήσουμε στην άρρητη επιθετικότητα με αντίστοιχο θυμό, σκληρότητα ή αποστασιοποίηση (π.χ. ο ασθενής υποτιμά, ο θεραπευτής γίνεται ερμηνευτικά τιμωρητικός). Μπορούμε να ταυτιστούμε «συμπληρωματικά» – ο ασθενής παραδίδει σε εμάς τον επιθετικό του ρόλο και εμείς μένουμε μόνο στη θέση του «καλού» που προσπαθεί να καταλάβει, αρνούμενοι να αναγνωρίσουμε τη δική μας αντιδραστική επιθετικότητα. Και στις δύο περιπτώσεις, η επιθετικότητα δεν μεταβολίζεται. Αναπαράγεται.

Η αντοχή στην επιθετικότητα προϋποθέτει κάτι άλλο: αυτό που ο Bion θα ονόμαζε capacity for negative capability, την ικανότητα να αντέχεις να μην ξέρεις αμέσως τι συμβαίνει, χωρίς να τρέχεις να διορθώσεις, να καθησυχάσεις ή να «εκπαιδεύσεις» τον άλλον. Ο θεραπευτής χρειάζεται να αντέξει την λάσπη της μεταβίβασης, να επιτρέψει στον εαυτό του να μισηθεί φαντασιακά, χωρίς να καταρρεύσει ταυτιζόμενος με τον ρόλο του «κακού» ούτε υπερασπιζόμενος τον εαυτό του ως «καλό».

Αυτό συνδέεται και με την έννοια του superego. Ο Freud μίλησε πρώτος για το σαδιστικό superego, η Klein το ριζοσπαστικοποίησε, ο Lacan το μετατόπισε προς την πλευρά του νόμου/λόγου, ο Laplanche έδειξε πώς τα αινιγματικά μηνύματα του Άλλου εγκαθιδρύουν έναν εσωτερικό χώρο «ξένων επιταγών». Όταν το superego είναι υπερσαδιστικό, η επιθετικότητα που δεν μπορεί να στραφεί έξω, γυρίζει προς τα μέσα. Η αντοχή στην επιθετικότητα, σε αυτή την οπτική, είναι και αντοχή απέναντι στο ίδιο μας το superego – η ικανότητα να το βλέπουμε ως δομή, όχι ως απόλυτη αλήθεια.

Σε κοινωνικό επίπεδο, ζούμε σε μια κουλτούρα όπου η επιθετικότητα είτε εκθειάζεται (ως «assertiveness», ως «να μη μασάς») είτε απαγορεύεται (ως «τοξικότητα», «αρνητική ενέργεια»). Και οι δύο πόλοι δυσκολεύονται με την έννοια της αντοχής στην επιθετικότητα. Αντοχή σημαίνει: να παραμένω σε σχέση, ενώ αναγνωρίζω ότι μέσα μου και μέσα σου υπάρχουν επιθετικές κινήσεις· να μην σε διαλύω, να μην με διαλύω, αλλά να βρίσκω μια γλώσσα γι’ αυτό που συμβαίνει.

Σε επίπεδο θεραπείας ζεύγους, η επιθετικότητα εμφανίζεται ως παράπονο, ειρωνεία, σεξουαλική απόσυρση, παθητική επιθετικότητα. Θεωρητικοί όπως οι Safran & Muran δείχνουν ότι τα ρήγματα στη συμμαχία (alliance ruptures) συχνά έχουν πυρήνα επιθετικότητας που δεν αντέχθηκε: ένας δεν άντεξε να πει «σε μισώ αυτή τη στιγμή», ο άλλος δεν άντεξε να το ακούσει, και το ζευγάρι βυθίστηκε σε σιωπή. Η αντοχή στην επιθετικότητα, σε αυτό το πλαίσιο, είναι η ικανότητα του θεραπευτή να δουλέψει πάνω στις ρωγμές αντί να τρέξει να τις «φτιάξει» βιαστικά.

Στο επίπεδο της προσωπικής ζωής, η αντοχή στην επιθετικότητα συνδέεται με την ικανότητα να μη φεύγουμε από κάθε σύγκρουση. Ο άνθρωπος που δεν αντέχει την επιθετικότητα είτε καταπίνει τον θυμό μέχρι να γίνει σωματικό σύμπτωμα είτε χτυπά την πόρτα και εξαφανίζεται. Ο άνθρωπος που έχει δουλέψει ψυχικά την επιθετικότητά του μπορεί να πει: «θυμώνω», «με πληγώνει αυτό», «δεν το αντέχω» – χωρίς να καταστρέφει απαραίτητα τη σχέση.

Στο ψυχαναλυτικό πλαίσιο, η αντοχή στην επιθετικότητα του ασθενούς δεν είναι αφηρημένο ιδανικό. Είναι συγκεκριμένη καθημερινή πράξη: να μην κόβεις τη συνεδρία νωρίτερα επειδή δεν αντέχεις τον θυμό, να μην αλλάζεις θέμα, να μην καλύπτεις το κενό με διανοητικοποίηση, να μην «κάνεις μάθημα» στον ασθενή όταν νιώθεις ότι σε υποτιμά. Είναι το να αντέχεις να είσαι, έστω και για λίγο, το «κακό αντικείμενο» στη φαντασίωσή του, και να παραμένεις παρών.

Η συμβολή της ψυχανάλυσης, από τον Freud μέχρι την Klein, τον Winnicott, τον Bion, τον Fairbairn, τον Kohut, τον Kernberg, τον Lacan, τον Laplanche, τον Fonagy, είναι ακριβώς αυτή: ότι μας μαθαίνει να σκεφτόμαστε την επιθετικότητα όχι ως σφάλμα χαρακτήρα, αλλά ως πρωτογενές υλικό. Υλικό που, αν αντέξει να βρει χώρο, μπορεί να γίνει λόγος, σχέση, όριο, διεκδίκηση, δημιουργικότητα. Αν δεν αντέξει, γίνεται καταστροφή – ανοικτά ή σιωπηλά.

Τελικά, η αντοχή στην επιθετικότητα είναι μια μορφή εσωτερικής ελευθερίας. Δεν είναι να μην θυμώνεις. Είναι να μπορείς να θυμώσεις χωρίς να χρειάζεται να καταστρέψεις – ούτε τον άλλον, ούτε τον εαυτό σου, ούτε το ίδιο το πλαίσιο μέσα στο οποίο ζεις και σχετίζεσαι. Και αυτό είναι επίτευγμα δομής, όχι στιγμιαίας «ψυχραιμίας». Είναι αποτέλεσμα μακράς εσωτερικής εργασίας, όπως αυτή που ανοίγεται – όταν όντως ανοίγεται – μέσα στην ψυχαναλυτική θεραπεία.

Michalis Paterakis
Psychologist · Psychotherapist
University of Indianapolis, USA
Middlesex University, UK

📞 211 7151 801
✉️ paterakismichael@yahoo.gr
🌐 www.psychotherapy.net.gr
📍 Karneadou 37, Kolonaki
—— —-
——- ——-
Παρακαλώ έχετε υπόψιν:

Η πληροφορία δεν είναι θεραπεία

Τα κείμενα, είτε σε μορφή σχολίου, δοκιμίου ή σημειώματος, η αρθογραφία μου γενικότερα, όσο εκτενής, επεξεργασμένη, βαθιά, εξειδικευμένη ή αναλυτική και αν είναι, δεν αντικαθιστά την θεραπεία και δεν θα πρέπει να γίνεται αντιληπτή ή να εννοείται με αυτόν τον τρόπο από τον αναγνώστη. Οι αποτυπωμένες αυτές σκέψεις σε κείμενα, αποτελούν δείγματα της ψυχαναλυτικής μου δουλειάς, όπως αυτή ξεδιπλώνεται, καλλιεργείται και εμβαθύνεται μέσα στις πολύχρονες θεραπευτικές σχέσεις όπου εργάζομαι με διάφορες μορφές βαρύτερης ψυχοπαθολογίας ή αγχωδών και καταθλιπτικών διαταραχών και προβλημάτων με τον εαυτό και τις σχέσεις των ζευγαριών. Το πόνημα της θεραπείας αυτής καθεαυτής, η ανάδυση του ατομικού ασυνείδητου υλικού καθώς και ο ενδιάμεσος χώρος της σχέσης μεταξύ θεραπευτή και θεραπευόμενου, είναι ο τόπος όπου συντελείται η πραγματική μετακίνηση των ορμών και των επενδύσεων. Εκεί επισυμβαίνουν οι πραγματικές αλλαγές. Γι’ αυτό και η θεραπεία δεν είναι θεωρία, όσο βαθιά ή εύστοχα κι αν διατυπωθεί. Θεραπεία είναι το βίωμα του εαυτού μέσα στην δυαδική σχέση.

Η ψυχανάλυση προσφέρει έναν χώρο εμπιστευτικό και ασφαλή, όπου τέτοια ερωτήματα και προβληματισμοί όπως αυτοί που παρατίθενται παραπάνω, μπορούν να ειπωθούν χωρίς φόβο, σε ένα πλαίσιο όπου το απόρρητο είναι διασφαλισμένο και το αίτημα βρίσκει χώρο να ανακαλύψει την διατύπωσή του. Στην θεραπεία, το αίτημα βρίσκει λόγο εκεί όπου πριν υπήρχε μόνο σιωπή.

- Πολιτική Αναδημοσιεύσεων -

**Κάθε κείμενο σε αυτή τη σελίδα, αποτελεί πρωτότυπη επιστημονική και επαγγελματική εργασία του Μιχάλη Πατεράκη, Ψυχολόγου – Ψυχοθεραπευτή (University of Indianapolis – University of Middlesex). Απαγορεύεται ρητά και κατηγορηματικά, με μοναδική εξαίρεση τη δημοσίευση στο Facebook, η αναδημοσίευση, τροποποίηση, αντιγραφή, ενσωμάτωση ή οποιαδήποτε μορφή χρήσης του συνόλου ή μέρους του, χωρίς την έγγραφη άδεια του δημιουργού. Η αναφορά ή παράθεση αποσπασμάτων επιτρέπεται μόνο με σαφή αναγραφή του ονόματος του συγγραφέα και της πηγής.

Οι ιδέες, οι διατυπώσεις, η δομή και η ουσία των κειμένων φέρουν διακριτό θεωρητικό στίγμα και ταυτότητα και δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται από τρίτους ή από δήθεν επαγγελματίες που επιχειρούν να προβληθούν ως ειδικοί, παραπλανώντας το κοινό. Κάθε παραβίαση θα αντιμετωπιστεί σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία περί πνευματικής ιδιοκτησίας (Ν. 2121/1993 και διεθνείς συμβάσεις.

© Μιχάλης Πατεράκης

Michalis Paterakis
Psychologist · Psychotherapist
University of Indianapolis, USA
Middlesex University, UK

📞 211 7151 801
✉️ paterakismichael@yahoo.gr
🌐 www.psychotherapy.net.gr
📍 Καρνεάδου 37, Κολωνάκι

Reposting Policy

All texts on this page constitute original scientific and professional work by Michalis Paterakis, Psychologist – Psychotherapist (University of Indianapolis – University of Middlesex).
It is strictly and categorically prohibited to:
* republish,
* modify,
* copy,
* integrate or otherwise use, in whole or in part,
without the prior written permission of the author.
The only exception: publication on Facebook.
The ideas, expressions, structure, and essence of the texts bear a distinct theoretical signature and identity. They may not be used by third parties or by self-proclaimed professionals seeking to present themselves as experts and mislead the public.
Any violation will be dealt with in accordance with applicable copyright law (Law 2121/1993 and international conventions).

© Michalis Paterakis

Michalis PaterakisPsychologist · PsychotherapistUniversity of Indianapolis, USA | Middlesex University, UK
📞 +30 211 7151 801✉️ paterakismichael@yahoo.gr
📍 37 Karneadou Street, Kolonaki, Athens

Politique de Republipostage

Tous les textes de cette page constituent un travail scientifique et professionnel original de Michalis Paterakis, Psychologue – Psychothérapeute (University of Indianapolis – University of Middlesex).
Il est strictement et catégoriquement interdit de :
* republier,
* modifier,
* copier,
* intégrer ou utiliser de quelque manière que ce soit, en tout ou en partie,
sans l’autorisation écrite préalable de l’auteur.
La seule exception : la publication sur Facebook.
Les idées, formulations, structures et contenus des textes portent une signature et une identité théoriques distinctes. Ils ne peuvent être utilisés par des tiers ou par de prétendus professionnels cherchant à se présenter comme experts et à induire le public en erreur.
Toute violation sera traitée conformément à la législation en vigueur sur la propriété intellectuelle (Loi 2121/1993 et conventions internationales).

© Michalis Paterakis

Michalis PaterakisPsychologue · Psychothérapeute
University of Indianapolis, USA | Middlesex University, UK

📞 +30 211 7151 801✉️ paterakismichael@yahoo.gr
📍 37 Karneadou Street, Kolonaki, Athens

Die Belastbarkeit gegenüber Aggression

Die Belastbarkeit gegenüber Aggression ist kein „guter Charakter“. Sie ist Struktur. Sie ist die Fähigkeit eines psychischen Apparats, aggressive Regungen – die eigenen und die der anderen – aufzunehmen, zu halten und zu verarbeiten, ohne zu zerbrechen, ohne ausschließlich mit Abwehr oder Gegenangriff zu reagieren und ohne die Aggression vollständig verdrängen zu müssen, um „gut“ zu bleiben.

In der modernen Literatur bleibt Aggression ein zentrales Thema: Studien verbinden impulsive Aggression mit Dysregulationen in den Schaltkreisen des präfrontalen Kortex–Amygdala-Systems und mit serotonergen Ungleichgewichten und zeigen, dass Aggression in Handlung übergeht, wenn das Gehirn Schwierigkeiten hat, Erregung zu modulieren. Für uns bleibt jedoch die entscheidende Frage eine psychoanalytische: Was macht einen Menschen fähig, Aggression zu ertragen? Nicht sie abzuwehren – sondern sie zu denken.

Freud eröffnete den Weg, als er Aggression als untrennbaren Bestandteil der psychischen Ökonomie beschrieb, insbesondere mit dem Konzept des Todestriebs – einer Tendenz zu Abspaltung, Wiederholung, Stillstand. Klein fügte hinzu, dass Aggression frühe Fantasien der Objektzerstörung organisiert, und dass die Fähigkeit, auszuhalten, dass wir den Anderen „zerstören wollen“ und zugleich „zerstört zu werden fürchten“, ein zentraler Schritt vom paranoid-schizoiden zum depressiven Positionsmodus ist. Belastbarkeit gegenüber Aggression bedeutet hier: Der psychische Apparat muss sich nicht spalten, um sich vor der Wildheit der eigenen Triebregungen zu retten.

Winnicott betonte die Bedeutung eines „hinreichend guten“ Umfeldes für die Verarbeitung von Aggression. Das Kind testet, beißt, schlägt – phantasievoll und real. Wenn die Mutter/das Umfeld weder zusammenbricht noch entsetzt reagiert, kann Aggression zu einer Erfahrung werden, die gehalten und damit symbolisierbar wird. In einem Umfeld hingegen, das unter kindlicher Aggression zusammenbricht oder sie gnadenlos bestraft, lernt das Kind: Aggression darf nicht existieren – und dann muss sie entweder gegen das eigene Selbst oder in unkontrollierten Ausbrüchen gelebt werden.

Bion zeigte, dass Belastbarkeit gegenüber Aggression vor allem eine Funktion des Containments ist. Die Psyche braucht einen „denkenden Behälter“, der β-Elemente – unbearbeitete Ladungen von Schmerz, Rage, Schrecken – aufnehmen kann, ohne sie ungefiltert zurückzuwerfen. Wo kein Containment vorhanden ist, wird Aggression Handlung, Zerstreuung, acting out. Wo Containment existiert, kann sie zu Gedanke, Traum, Bedeutung werden.

Kernberg verband Aggression mit narzisstischen und Borderline-Organisationen und zeigte, wie sich angesammelte, nicht metabolisierte Aggression in Idealisierungen, absolute Abwertungen, ein hartes Über-Ich und Wutausbrüche bei Kränkung umsetzt. Kohut sah Aggression hingegen als „Spaltprodukt“ narzisstischer Zusammenbrüche – als Antwort auf die Erfahrung eines zerfallenden Selbst, wenn empathische Spiegelung fehlt. Beide sprechen – in unterschiedlicher Sprache – vom selben Kern: Wo das Selbst keinen inneren Ort hat, wird Aggression zum Schutzwall gegen das Nichts.

Fairbairn betonte, dass aggressive Objekte internalisiert werden: Das Kind bevorzugt, einen strengen, sadistischen inneren Elternteil zu behalten, statt den äußeren als „böse“ erkennen zu müssen. So verwandelt sich Aggression in ein internes verfolgendes System. Belastbarkeit bedeutet hier die Fähigkeit, diese inneren Objekte als solche zu erkennen, ohne sich vollständig mit ihnen zu identifizieren.

In der neueren Literatur sprechen Fonagy und Bateman von Mentalisierung: Die Fähigkeit, sich selbst und den Anderen als Träger mentaler Zustände zu begreifen, reduziert impulsive Aggression. Wenn ich denken kann, dass der Andere einen Geist hat, muss ich ihn nicht angreifen, um mich zu schützen. Der Verlust der mentalisierenden Funktion (hoher Stress, Bindungstrauma) korreliert beständig mit Gewalt, Selbstverletzung und acting out.

Empirische Meta-Analysen zu aggressivem Verhalten zeigen, dass emotionale Dysregulation, frühkindliches Trauma und reduzierte exekutive Funktionen (Inhibition, kognitive Flexibilität) wiederkehrende Prädiktoren aggressiver Entladungen sind. Mit unserer Sprache: Wo Aggression nicht gedacht werden kann, muss sie handeln. Wo Denken nicht hält, übernimmt Aggression die Stelle der Funktion.

Klinisches Beispiel 1 (Mann):
Ein Mann um die 40, beruflich erfolgreich, kommt in Therapie wegen intensiver Wutanfälle in Beziehungen – zerbrochene Gegenstände, Schreien, Momente, in denen das Denken „abschaltet“. Zu Beginn wurde jede Deutung einer Fantasie der Verlassenheit entweder mit eisiger Höflichkeit oder verdeckter Aggression gegen den Rahmen beantwortet (Verspätungen, Absagen). Langsam kam eine Geschichte früher wiederholter Demütigungen durch den Vater zum Vorschein, der „keinen Widerspruch duldete“. Die Aggression des Patienten war die einzige überlebende Form von Selbstschutz. Meine Belastbarkeit bedeutete, diese Wut zu halten – weder mit Gegenwut zu reagieren noch mit übermäßiger Milde –, bis sie sich als alte Beziehungserfahrung symbolisieren konnte. Erst dann sagte er: „Wenn ich nicht wütend werde, fühle ich mich, als ob man mich tötet.“ Dieser Satz öffnete einen völlig neuen Raum.

Klinisches Beispiel 2 (Frau):
Eine Frau Anfang 30, Geschichte emotionaler Vernachlässigung, wirkt extrem „ruhig“, höflich, „gut“. Keine Wut. Die Aggression fehlt an der Oberfläche, ist aber im Körper präsent: Panikattacken, Schlaflosigkeit, psychosomatische Symptome. Jede Annäherung an mögliche Wut gegenüber der Mutter führte zu Abwehr: Lachen, Themawechsel, Entlastung. Nach und nach erschien ein leiser, versteckter Sadismus gegen das eigene Selbst – Selbstabwertung, Beziehungen, die sie erniedrigten. Meine Belastbarkeit bedeutete, die phantasierte Aggression gegen mich auszuhalten, als ich begann zu deuten, dass ihre „Güte“ Hass in sich trägt, den sie niemandem sonst zuzumuten wagt. Erst als sie sagen konnte: „Ich bin wütend auf Sie, weil Sie das sehen“, begann sich lebendige von zerstörerischer Aggression zu unterscheiden.

Projektionale Identifizierung, wie von Klein beschrieben und von Bion weiterentwickelt, ist zentral für die Zirkulation von Aggression in der therapeutischen Beziehung. Der Patient sagt nicht immer: „Ich greife dich an.“ Oft zwingt er uns, uns wie das Objekt zu fühlen, das angegriffen wird, oder zwingt uns, seine Aggression als unsere eigene zu erleben. Der Druck der projektiven Identifizierung ist genau dies: etwas im eigenen Körper und Denken zu spüren, das nicht in uns entstanden ist – aber in uns gedacht werden soll.

Es gibt verschiedene Formen der Identifikation damit: eine symmetrische – wir antworten mit spiegelnder Härte, Ärger oder Distanz; und eine komplementäre – der Patient legt uns die Rolle des Aggressors hin, und wir bleiben in der Position des allzu „Verstehenden“, unfähig, unsere Reaktionen anzuerkennen. In beiden Fällen wird Aggression nicht symbolisiert, sondern reproduziert.

Belastbarkeit gegenüber Aggression verlangt etwas anderes: das, was Bion als negative capability beschrieb – die Fähigkeit, das Nicht-Wissen auszuhalten, ohne vorschnell zu beruhigen, zu erklären oder zu reparieren. Der Therapeut muss es aushalten, in der Übertragung gehasst zu werden, ohne zusammenzubrechen oder sich zu verteidigen.

Dies verbindet sich mit dem Über-Ich. Freud beschrieb das sadistische Über-Ich, Klein radikalisierte es, Lacan verortete es im Gesetz/Signifikanten, Laplanche zeigte, wie die rätselhaften Botschaften des Anderen einen Raum „fremder Befehle“ im Inneren schaffen. Ist das Über-Ich sadistisch, kehrt ungelebt gebliebene Aggression gegen das Selbst zurück. Belastbarkeit bedeutet hier auch Widerstand gegen das eigene Über-Ich: es als Struktur sehen, nicht als Wahrheit.

In unserer Kultur wird Aggression entweder glorifiziert („Selbstbehauptung“) oder verteufelt („toxisch“). Beide Pole können mit Belastbarkeit nichts anfangen. Belastbar sein heißt: in Beziehung zu bleiben, während ich anerkenne, dass in mir und in dir aggressive Bewegungen existieren; dich nicht zu zerstören, mich nicht zu zerstören, und eine Sprache für das Geschehen zu finden.

In der Paartherapie erscheint Aggression als Vorwurf, Ironie, sexuelle Rückzüge, passive Aggression. Forscher wie Safran & Muran zeigen, dass Brüche in der therapeutischen Allianz oft einen Kern nicht ausgehaltener Aggression haben: einer konnte nicht sagen „ich hasse dich gerade“, der andere konnte es nicht hören – und das Paar erstarrt. Belastbarkeit bedeutet hier: Risse zu bearbeiten, statt sie vorschnell zu kitten.

Im persönlichen Leben ist Belastbarkeit die Fähigkeit, nicht aus jeder Konfliktsituation zu fliehen. Wer Aggression nicht erträgt, schluckt Wut bis zum Symptom oder verschwindet. Wer sie psychisch bearbeitet hat, kann sagen: „Ich bin wütend“, „es verletzt mich“, „ich halte das kaum aus“ – ohne zwingend die Beziehung zu zerstören.

In der psychoanalytischen Arbeit ist Belastbarkeit kein Ideal, sondern tägliche Praxis: die Sitzung nicht zu verkürzen, nicht das Thema zu wechseln, nicht mit Intellektualisierung Löcher zu füllen, dem Impuls zu widerstehen, zu „erziehen“, wenn man sich abgewertet fühlt. Es ist die Fähigkeit, für einen Moment das „böse Objekt“ in der Fantasie des Patienten zu sein – und dennoch präsent zu bleiben.

Die Leistung der Psychoanalyse – von Freud, Klein, Winnicott, Bion, Fairbairn, Kohut, Kernberg, Lacan, Laplanche, Fonagy – liegt darin, Aggression nicht als Charakterfehler, sondern als primäres Rohmaterial zu begreifen. Rohmaterial, das – wenn es Raum findet – Sprache, Beziehung, Grenze, Anspruch, Kreativität wird. Wenn nicht, wird es zerstörerisch: offen oder still.

Am Ende ist die Belastbarkeit gegenüber Aggression eine Form innerer Freiheit. Es ist nicht, nicht wütend zu sein. Es ist, wütend sein zu können, ohne zerstören zu müssen – weder den Anderen, noch sich selbst, noch den Rahmen, in dem Beziehung möglich ist. Dies ist eine Strukturleistung, nicht eine Momentreaktion. Das Ergebnis langer innerer Arbeit – wie sie sich öffnet, wenn sie sich tatsächlich öffnen darf – in der psychoanalytischen Therapie.

Richtlinie zur Weiterveröffentlichung

Alle Texte auf dieser Seite stellen eine originelle wissenschaftliche und berufliche Arbeit von Michalis Paterakis, Psychologe – Psychotherapeut (University of Indianapolis – University of Middlesex), dar.
Es ist strengstens und kategorisch untersagt:
* erneut zu veröffentlichen,
* zu verändern,
* zu kopieren,
* ganz oder teilweise einzubinden oder in sonstiger Weise zu verwenden,
ohne die vorherige schriftliche Genehmigung des Autors.Die einzige Ausnahme: Veröffentlichung auf Facebook.
Die Ideen, Formulierungen, Struktur und der Inhalt der Texte tragen eine unverwechselbare theoretische Handschrift und Identität. Sie dürfen nicht von Dritten oder von sogenannten Fachleuten genutzt werden, die versuchen, sich als Experten darzustellen und die Öffentlichkeit zu täuschen.
Jeder Verstoß wird gemäß dem geltenden Urheberrechtsgesetz (Gesetz 2121/1993 und internationale Übereinkommen) verfolgt.

© Michalis Paterakis

Michalis PaterakisPsychologe · Psychotherapeut
University of Indianapolis, USA | Middlesex University, UK
📞 +30 211 7151 801✉️ paterakismichael@yahoo.gr
📍 37 Karneadou Street, Kolonaki, Athens

15/12/2025

Το μηδέν δεν απαντιέται

Ψυχαναλυτικό Δοκίμιο

Υπάρχουν στιγμές στις σχέσεις — ερωτικές, φιλικές, μεταβιβαστικές, ψηφιακές ή ζώσες — όπου κάτι σταματά. Μια ροή κόβεται απότομα ή σταδιακά, χωρίς εξήγηση, χωρίς σύγκρουση, χωρίς σαφές τέλος. Εκεί συναντάται αυτό που θα ονομάζαμε «το μηδέν». Μια μορφή απουσίας που δεν προκαλεί θόρυβο, δεν δηλώνει πρόθεση, δεν οργανώνει αφήγηση. Το μηδέν δεν είναι άρνηση. Είναι μη-σχέση. Κι αυτό το κάνει πιο δύσκολο να τοποθετηθεί στον ψυχισμό.

Το «μηδέν» δεν είναι η απόρριψη. Η απόρριψη έχει νόημα, έχει κατεύθυνση, έχει αντικείμενο. Ούτε είναι η επιθετικότητα, ούτε η αδιαφορία. Το μηδέν είναι το κενό που προκύπτει όταν ο Άλλος δεν διαθέτει ούτε την ψυχική ενέργεια, ούτε την επιθυμία, ούτε τη σύγκρουση που θα μπορούσε να παραγάγει απάντηση. Δεν υπάρχει “όχι”· υπάρχει «μη-είμαι». Αυτή η απουσία παραπέμπει σε έναν Άλλον που δεν εισέρχεται στη σκηνή της σχέσης. Δεν έχει διαθεσιμότητα ούτε για επιθυμία, ούτε για άρνηση, ούτε για αντιπαλότητα. Είναι εκτός πλάνου.

Ψυχαναλυτικά, το μηδέν λειτουργεί σαν αποψυχικοποιημένο πεδίο. Δεν είναι εγκατάλειψη (που είναι πράξη) ούτε σιωπή (που είναι δυναμικό γεγονός). Η εγκατάλειψη πληγώνει, η σιωπή δημιουργεί άγχος νοήματος. Το μηδέν όμως δεν είναι πληγή· είναι απουσία πληγής. Καμία τομή δεν έγινε, γιατί δεν υπήρξε σχέση στην οποία θα μπορούσε να εγγραφεί μια τομή. Η σιωπή του μηδενός δεν λέει «όχι». Λέει: «Δεν είμαι μέσα σε αυτό που φαντασιώνεσαι ως σχέση». Και αυτή η δήλωση — χωρίς ποτέ να ειπωθεί — είναι απολύτως σαφής.

Για αυτό το μηδέν δεν απαντιέται.
Δεν μπορείς να απαντήσεις σε κάτι που δεν σε περιέχει.
Δεν υπάρχει διάλογος εκεί όπου ο Άλλος είναι ψυχικά απων.
Η απάντηση προϋποθέτει ένα ελάχιστο επίπεδο κοινής σκηνής — μια φαντασιακή επιφάνεια όπου δύο υποκείμενα μπορούν να συναντηθούν ως φορείς επιθυμίας. Το μηδέν καταργεί αυτή την επιφάνεια: δεν προσφέρει στήριγμα για προβολές, ελπίδες, φόβους ή απογοητεύσεις. Είναι απλώς κενό.

Η δυσκολία έγκειται στο ότι ο άνθρωπος έχει εγγενή τάση να αποδίδει νόημα· ο ψυχισμός δεν αντέχει το άναρθρο. Το μηδέν, όμως, δεν προσφέρει τίποτα που να μπορεί να μετατραπεί σε νόημα. Αυτό παράγει έναν μικρό εκνευρισμό της σκέψης: «Γιατί δεν απαντά;», «Τι σημαίνει;», «Τι νιώθει;». Κανένα από αυτά τα ερωτήματα δεν αφορούν πραγματικά τον Άλλον· αφορούν την ανάγκη του Εγώ να αποδώσει μορφή στο άμορφο. Είναι μια προσπάθεια του ψυχισμού να μετατρέψει την απουσία σε γεγονός.

Η ώριμη θέση όμως βλέπει ότι δεν υπάρχει γεγονός.
Υπάρχει απλώς το μηδέν.
Και το μηδέν δεν παράγει ούτε ελπίδα ούτε απώλεια· παράγει μόνο όριο.

Η αποδοχή αυτού του ορίου δεν είναι κυνισμός. Είναι η ικανότητα να μην επενδύει κανείς ψυχικά εκεί όπου δεν υπάρχει αντικείμενο υποδοχής. Είναι η αναγνώριση ότι η επιθυμία χρειάζεται έναν Άλλον που να μπορεί να υπάρξει ως τόπος προβολής, ανταπόκρισης ή και απόρριψης. Χωρίς Άλλον, η επιθυμία επιστρέφει στον εαυτό της — και εκεί βρίσκει ξανά τη φυσική της κίνηση: όχι να περιμένει, αλλά να προχωρά.

Το μηδέν λοιπόν είναι μια μορφή αντι-γεγονότος:
μια παύση που δεν έχει νόημα,
ένα τέλος που δεν ξεκίνησε ποτέ,
μια άρνηση που δεν ειπώθηκε,
μια απουσία χωρίς δράμα.

Και για αυτό είναι η πιο καθαρή συνθήκη.
Δεν ζητά διερμηνεία.
Δεν χρειάζεται αντίδραση.
Δεν απαιτεί απάντηση.

Το μηδέν δεν απαντιέται.
Απλώς αναγνωρίζεται —
και αφήνεται στη θέση του,
ώστε ο ψυχισμός να μην χάνει τον χρόνο του εκεί όπου δεν υπάρχει τίποτα να συναντήσει.

© Michalis Paterakis
Psychologist · Psychoanalytic Psychotherapist

Address

Καρνεάδου 37, Κολωνάκι
Athens
10676

Opening Hours

Monday 16:00 - 22:00
Tuesday 16:00 - 22:00
Wednesday 16:00 - 22:00
Thursday 16:00 - 22:00
Friday 16:00 - 22:00

Telephone

+302117151801

Alerts

Be the first to know and let us send you an email when Μιχάλης Πατεράκης Γραφείο Ψυχανάλυσης & Ψυχικής Υγείας posts news and promotions. Your email address will not be used for any other purpose, and you can unsubscribe at any time.

Share

Share on Facebook Share on Twitter Share on LinkedIn
Share on Pinterest Share on Reddit Share via Email
Share on WhatsApp Share on Instagram Share on Telegram

Our Story

Τα σημαντικά πράγματα στη ζωή κρύβονται στις σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους. Αυτές τις σχέσεις διερευνούμε στην θεραπεία. Σε ένα ασφαλές και έμπιστο περιβάλλον με τη βοήθεια του εξειδικευμένου ψυχοθεραπευτή. Με ευαισθησία και κατανόηση. Έτσι μπορούμε να ζήσουμε καλύτερα και να ευχαριστηθούμε τη ζωή. Να δώσουμε και να πάρουμε χαρά. Να καταλάβουμε καλύτερα τον εαυτό μας.