12/07/2024
Ο πολύποδας του ενδομητρίου ή πολύποδας της μήτρας, είναι μια από τις πιο συχνές αιτίες μη φυσιολογικής κολπικής αιμορραγίας τόσο πριν όσο και μετά την εμμηνόπαυση, καθώς παρουσιάζεται σε περίπου μία στις δέκα γυναίκες ηλικίας 30-60 ετών, ενώ εκτιμάται ότι ανευρίσκεται σε μία στις τέσσερις γυναίκες με ανώμαλη κολπική αιμορραγία. Είναι μια μισχωτή συνήθως μάζα που μπορεί να εμφανιστεί σε οποιοδήποτε σημείο στο εσωτερικό της μήτρας, ενώ πολύποδες μπορεί να υπάρχουν και σε άλλα σημεία του σώματος, όπως στο έντερο, στην ουροδόχο κύστη, στη μύτη και αλλού.
Οι πολύποδες της μήτρας δημιουργούνται από την υπερανάπτυξη μιας ομάδας κυττάρων στο στρώμα της εσωτερικής επένδυσης της μήτρας (ενδομήτριο), τα οποία αναπτύσσονται σε μέγεθος και αριθμό, προβάλοντας έτσι μέσα στην κοιλότητα της μήτρας, ενώ το μέγεθός τους κυμαίνεται από μερικά χιλιοστά έως αρκετά εκατοστά. Τις περισσότερες φορές, ο πολύποδας ανακαλύπτεται «τυχαία», για παράδειγμα κατά τη διάρκεια του υπερηχογραφήματος (εικόνα) ως μια πάχυνση στο ενδομήτριο, χωρίς να προκαλεί κανένα σύμπτωμα αλλά περιστασιακά, μπορεί και να προεξέχει μέσω του τραχήλου στον κόλπο, οπότε είναι εμφανής κατά την λήψη του τεστ παπ. Εάν υπάρχει πολύποδας στον τράχηλο που προεξέχει στον κόλπο, ο γυναικολόγος ίσως κρίνει ότι είναι καλύτερα να αφαιρεθεί κατά την διάρκεια διαγνωστικής υστεροσκόπησης, γιατί πολύ συχνά συνυπάρχει και πολύποδας στη μήτρα, ειδικότερα εάν υπάρχει ισχυρή υποψία στον υπέρηχο.
Έρευνες συνδέουν την ορμονική δυσλειτουργία των ωοθηκών και τα αυξημένα επίπεδα οιστρογόνων με τη δημιουργία τους, αφού φαίνεται να αναπτύσσονται σε άμεση απόκριση με τα υψηλά επίπεδα κυκλοφορούντων οιστρογόνων όπως η μαστοπάθεια, τα ινομυώματα της μήτρας και οι πολυκυστικές ωοθήκες. Προδιαθεσικοί παράγοντες είναι η ηλικία, η αυξημένη αρτηριακή υπέρταση, η παχυσαρκία, η λήψη θεραπείας για καρκίνο του μαστού καθώς και η γενετική προδιάθεση, αφού αν έχετε κάποιο μέλος της οικογένειάς σας που έχει πολύποδες μήτρας, αυξάνεται η πιθανότητα να αναπτύξετε και εσείς.
Συνήθως εκδηλώνεται ως μη φυσιολογική κολπική αιμορραγία, ήπια αιμορραγία ανάμεσα στις περιόδους ή μετά από την σεξουαλική επαφή, αύξηση στη διάρκεια ή την ποσότητα του αίματος που χάνεται κατά την περίοδο, ενώ άλλες φορές εμφανίζονται εκκρίσεις σαν αιματηρές κηλίδες στη μέση του κύκλου είτε λίγο πριν ή μετά την έμμηνο ρύση.
Μικροί πολύποδες (κάτω από 1 εκατοστό) που βρίσκονται τυχαία σε έλεγχο ρουτίνας με υπέρηχο χωρίς να προκαλούν συμπτώματα, μπορούμε να τους παρακολουθήσουμε αφού η πιθανότητα να υποχωρήσουν αυτόματα είναι περίπου 15-20%, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις μικροί πολύποδες συνήθως έως 5 χιλιοστά, μπορεί να αποκολληθούν με την επόμενη περίοδο.
Ενώ οι πολύποδες μπορεί να επηρεάσουν την γονιμότητα μιας γυναίκας προκαλώντας μηχανικά εμπόδια στην εμφύτευση του γονιμοιποιημένου ωαρίου στα εσωτερικά τοιχώματα της μήτρας, είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι αυτό, ευτυχώς, δεν συμβαίνει πάντοτε. Έχει βρεθεί όμως ότι οι ενδομητρικοί πολύποδες αποτελούν πιθανό αίτιο υπογονιμότητας και η αφαίρεσή τους αυξάνει έως και 85% την πιθανότητα εγκυμοσύνης σε υπογόνιμες γυναίκες και για τον λόγο αυτό συστήνεται η αφαίρεσή τους όταν ανευρίσκονται σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας, ενώ κρίνεται απαραίτητη πριν από οποιαδήποτε προσπάθεια εξωσωματικής γονιμοποίησης.
Οι περισσότεροι είναι καλοήθεις (περίπου το 95%) και ο κίνδυνος ένας πολύποδας να εξαλλαγεί σε καρκίνο είναι πολύ μικρός (περίπου 0,5% δηλαδή 1/200) με την πιθανότητα να φτάνει το 5% σε 20 χρόνια. Μετά την εμμηνόπαυση όμως, καθώς και στις γυναίκες εκείνες που παρουσιάζουν ανεξήγητη αιμορραγία, ο κίνδυνος κακοήθειας είναι μεγαλύτερος φτάνοντας το 10% και συστήνεται η άμεση αφαίρεσή τους. Σπάνια ένας πολύποδας ενδομητρίου μπορεί να περιέχει κακοήθη κύτταρα με το ποσοστό να κυμαίνεται από 0,5 σε 4.8%, εάν ωστόσο βρεθούν καρκινικά κύτταρα στην ιστολογική εξέταση του πολύποδα, συνήθως συστήνεται η χειρουργική αφαίρεση της μήτρας. Οι συμπτωματικοί πολύποδες θα πρέπει πάντα να αφαιρούνται για να αντιμετωπιστούν τα συμπτώματα και να αποκλειστεί το ενδεχόμενο κακοήθειας, ενώ κάθε επεισόδιο κολπικής αιμορραγίας μετά την εμμηνόπαυση αποτελεί ένδειξη για άμεσο γυναικολογικό έλεγχο, ειδικότερα εάν συνυπάρχουν παράγοντες κινδύνου.
Ανάλογα με την αρχική αξιολόγηση της ασθενούς και τα υπερηχογραφικά ευρήματα, προτείνεται η διενέργεια διαγνωστικής υστεροσκόπησης ώστε υπό άμεση όραση να αφαιρεθεί ολόκληρος ο πολύποδας (εικόνες από πρόσφατη επέμβαση) και να ληφθούν στοχευμένες βιοψίες από ύποπτες περιοχές στο εσωτερικό της ενδομητρικής κοιλότητας. Αποτελεί σύγχρονη, ασφαλή και ταχεία επέμβαση, απαιτεί ελαφριά αναισθησία (μέθη), ενώ ο χρόνος επανόδου στην καθημερινή δραστηριότητα και την εργασία είναι σύντομος με την ασθενή να πηγαίνει σπίτι της μετά από λίγες ώρες. Κατά τη διάρκεια της υστεροσκόπησης, ένα λεπτό τηλεσκόπιο με φως και ενσωματωμένη κάμερα, εισάγεται στη μήτρα από φυσιολογικές οπές του σώματος, από τον κόλπο και διαμέσου του τραχήλου, επιτρέποντάς μας να εξετάσουμε το εσωτερικό της κοιλότητας της μήτρας, χωρίς να απαιτεί χειρουργικές τομές.
Αποτελεί την καλύτερη μέθοδο για να απεικονίσει και να αφαιρέσει τους πολύποδες, αφού ο πολύποδας κόβεται στη ρίζα του και αφαιρείται από την μήτρα, με την πιθανότητα αφαίρεσης με αυτόν τον τρόπο να φτάνει το 99% σε αντίθεση με την τυφλή απόξεση όπου το ποσοστό δεν ξεπερνά το 60-70%. Συνήθως μετά την αφαίρεση του πολύποδα, ακολουθεί η συμπληρωματική απόξεση του ενδομητρίου για τυχόν διάγνωση επιπλέον παθολογίας όπως υπερπλασία του ενδομητρίου ή κακοήθεια, ενώ μετά την αφαίρεσή του αποστέλλεται για ιστολογική εξέταση.
Κάποιες φορές πολύποδες μπορεί να ξαναεμφανιστούν, ενώ συχνά οι πολύποδες μπορεί να συνυπάρχουν με υπερπλασία ενδομητρίου, η οποία θεωρείται προκαρκινωματώδης κατάσταση του ενδομητρίου, ιδίως αν πρόκειται για υπερπλασία ενδομητρίου με ατυπία όπου ο κίνδυνος κακοήθους εξαλλαγής φτάνει το 27.5% σε 20 έτη. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, ο γυναικολόγος μπορεί (μεταξύ άλλων) να τοποθετήσει στο ενδομήτριο ένα μικρό σπιράλ (Mirena), το οποίο εκκρίνει τοπικά προγεστερόνη, λειτουργεί θεραπευτικά προκαλώντας ατροφία του ενδομητρίου και αποτελεί ένα πολύ σημαντικό στάδιο για την πρόληψη του καρκίνου του ενδομητρίου, ο οποίος όμως δεν πρέπει να συγχέεται με τον καρκίνο του τραχήλου.