23/08/2025
Αναδημοσίευση από Kafkios
Στις σχέσεις συμβίωσης, ένα από τα πιο οδυνηρά φαινόμενα είναι η σταδιακή φθορά που συμβαίνει αθόρυβα, μέσα από τη συνεχή τριβή με τις δυσκολίες της καθημερινότητας.
Συχνά, ένας από τους δύο συντρόφους κουράζεται, πληγώνεται και εξουθενώνεται περισσότερο, επειδή βιώνει συνεχείς παραλείψεις, κριτικές ή συναισθηματικά κενά που ο άλλος δεν αναγνωρίζει.
Εκείνος που, χωρίς να το αντιλαμβάνεται, επιβαρύνει τη σχέση, συχνά πιστεύει πως όλα κυλούν ομαλά ή πως η δική του στάση είναι “φυσιολογική”. Έτσι, όταν ο-η σύζυγος απομακρυνθεί, ζητήσει διαζύγιο ή ακόμη και αναζητήσει αλλού την προσοχή και την τρυφερότητα που δεν βρίσκει στη σχέση, εκείνος μένει σαστισμένος, γεμάτος απορία και διαμαρτυρία: «Μα γιατί; Δεν το περίμενα ποτέ αυτό». Κι όμως, τα σημάδια υπήρχαν καιρό πριν· απλώς δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να τα δει.
Ακολουθούν πιθανά σενάρια
που φωτίζουν τους “αόρατους” λόγους
για τους οποίους ο ένας από τους
δύο συντρόφους μπορεί να αποστασιοποιηθεί.
Σενάριο 1:
Η εξουθενωτική κριτική
Ο σύντροφος που φεύγει λέει μέσα του: «Δεν αντέχω άλλο να ζω υπό συνεχή κριτική και επίβλεψη. Κάθε τι που κάνω, από το πώς βάζω το πιάτο στο πλυντήριο έως το πώς μεγαλώνουμε τα παιδιά μας, γίνεται αντικείμενο σχολιασμού και διόρθωσης. Δεν νιώθω ποτέ αρκετός, ούτε ότι κάνω κάτι σωστά. Αυτό που εσύ βλέπεις ως “βοήθεια” ή “συμβουλή”, εγώ το βιώνω ως σταθερή υποτίμηση της νοημοσύνης και των προσπαθειών μου. Έφτασα στο σημείο να αγχώνομαι μήπως κάνω κάτι “λάθος”, ακόμα κι όταν δεν είσαι παρών. Δεν μπορώ πια να ζω σε ένα περιβάλλον όπου η αγάπη μοιάζει να εξαρτάται από την τέλεια εκτέλεση καθηκόντων.»
Γιατί δεν το κατάλαβε ποτέ ο άλλος; Επειδή πίστευε ακράδαντα ότι «βελτιώνει» τη σχέση και τον σύντροφό του, θεωρώντας την κριτική ως πράξη αγάπης και φροντίδας, ενώ στην πραγματικότητα κατέστρεφε την αυτοεκτίμησή του.
Σενάριο 2:
Η συναισθηματική παραμέληση
Ο σύντροφος που φεύγει λέει: «Έφυγα γιατί ήμουν μονίμως πεινασμένος και διψασμένος μέσα στο σπίτι μας. Πείνα και δίψα για προσοχή, για συζήτηση που δεν αφορά τα οικονομικά ή τα παιδιά, για μια αγκαλιά χωρίς ανταλλάγματα, για ένα βλέμμα που να ρωτά “πώς είσαι;” και να περιμένει απάντηση. Είσαι εκεί, αλλά όχι πραγματικά. Παρών σωματικά, απών συναισθηματικά. Οι προσπάθειές μου για επαφή συνάντησαν κουρασμένα “άφησέ με τώρα” ή τη ματιά στην οθόνη του κινητού. Σταμάτησα να νιώθω σύντροφος και αισθάνθηκα σαν αντικείμενο μέσα στο σπίτι. Με άφησες να πνίγομαι σε μια μοναξιά δίπλα σου.»
Γιατί δεν το κατάλαβε ποτέ ο άλλος; Επειδή θεωρούσε ότι η φυσική παρουσία και η οικονομική προσφορά αρκούσαν ως απόδειξη αγάπης και δέσμευσης, χωρίς να αντιλαμβάνεται την ανάγκη για ενεργή συναισθηματική σύνδεση.
Σενάριο 3:
Ο εξαρτημένος και το θύμα
Ο σύντροφος που φεύγει λέει: «Σε αφήνω γιατί δεν μπορώ πια να αναπνεύσω κάτω από το βάρος των αδυναμιών και των αναγκών σου. Έγινα ο γονιός σου, ο ψυχολόγος σου, ο προσωπικός σου βοηθός και σταμάτησα να είμαι ο σύντροφός σου. Κάθε σου πρόβλημα έγινε δικό μου και κάθε δυσκολία περνούσε από το χέρι μου. Αυτό έμοιαζε με αγάπη και εμπιστοσύνη, αλλά στην πραγματικότητα ήταν μια τεράστια ψυχολογική πίεση. Έχασα τον εαυτό μου προσπαθώντας συνεχώς να σε ανέχομαι και να σε στηρίζω.»
Γιατί δεν το κατάλαβε ποτέ ο άλλος; Επειδή πίστευε ότι αγάπη σημαίνει συγχώνευση και απόλυτη εξάρτηση. Ερμήνευε κάθε ανάγκη για προσωπικό χώρο ως απόρριψη, αναγκάζοντας τον σύντροφό του να υποχωρεί διαρκώς.
Σενάριο 4:
Ο αποκλειστικός πάροχος
Ο σύντροφος που φεύγει λέει: «Η σχέση μας ήταν μια μονοσήμαντη συμφωνία. Εγώ έδινα, εσύ λάμβανες. Είτε επρόκειτο για συναισθηματική στήριξη, είτε για τις δουλειές του σπιτιού, είτε για τις οικογενειακές μας υποχρεώσεις, πάντα εγώ έπρεπε να θυμηθώ, να κανονίσω, να προγραμματίσω. Ποτέ δεν πήρες την πρωτοβουλία να με ρωτήσεις “τι θες εσύ;” ή “πώς μπορώ να σε βοηθήσω;”. Η σχέση περιστρεφόταν γύρω από τις ανάγκες σου. Έπαψα να νιώθω ισότιμος και ένιωσα υπηρέτης. Η παθητικότητά σου με έκανε να αισθανθώ αόρατος και μη αγαπητός.»
Γιατί δεν το κατάλαβε ποτέ ο άλλος; Επειδή βολευόταν στη θέση της παθητικής ουδετερότητας. Δεν συνειδητοποιούσε ότι μια σχέση απαιτεί ενεργή συμμετοχή και ανταπόδοση και από τους δύο.
Σενάριο 5:
Ο εγωκεντρισμός που ακυρώνει τα συναισθήματα
Ο σύντροφος που φεύγει λέει: «Κάθε φορά που προσπαθούσα να εκφράσω έναν πόνο, τον ακύρωνες. Μου έλεγες “δεν είναι τίποτα”, “υπερβάλλεις”, “δεν έγινε έτσι” ή “δεν το εννοούσα έτσι”. Αρνιόσουν την πραγματικότητα και τα συναισθήματά μου. Σταμάτησα να μιλάω, γιατί κάθε συζήτηση κατέληγε σε δικαιολογίες και ψυχολογική χειραγώγηση. Με τραυμάτισες όχι μόνο με τις πράξεις σου, αλλά και με την αδυναμία σου να παραδεχθείς ότι μπορείς να κάνεις λάθος. Έφτασα να αμφισβητώ τη δική μου λογική και την αίσθηση της πραγματικότητας.»
Γιατί δεν το κατάλαβε ποτέ ο άλλος; Επειδή είχε βαθιά μέσα του την ψευδαίσθηση πως είναι πάντα σωστός και αλάνθαστος. Η έλλειψη αυτογνωσίας και οι άμυνες του τον εμπόδιζαν πως πλήγωνε και παραμελούσε.
Σενάριο 6: Η σεξουαλική παραμέληση
Ο σύντροφος που φεύγει λέει: «Σταμάτησα να νιώθω επιθυμητός, σταμάτησα να αισθάνομαι ότι το σώμα μου σε συγκινεί ή ότι υπάρχει χώρος για οικειότητα ανάμεσά μας. Η ερωτική μας ζωή έσβησε αθόρυβα, σαν κερί που αφήνεται να λιώσει μόνο του. Κάθε μου προσέγγιση συναντούσε άρνηση, κούραση ή μια γρήγορη δικαιολογία. Σιγά-σιγά ένιωσα ότι η επιθυμία μου σε ενοχλεί, ότι η ανάγκη μου για εγγύτητα είναι βάρος. Έτσι, αποσύρθηκα. Δεν ήταν μόνο το σώμα μου που απορριπτόταν· ήταν η ύπαρξή μου που έμενε έξω από τον δικό σου κόσμο. Έφτασα να αισθάνομαι ξένος στο ίδιο μας το κρεβάτι.»
Γιατί δεν το κατάλαβε ποτέ ο άλλος; Επειδή πίστευε ότι ο έρωτας μπορεί να παραμεριστεί χωρίς συνέπειες, ότι η σωματική επαφή δεν είναι τόσο ουσιώδης όσο τα πρακτικά ζητήματα. Δεν είδε ότι μέσα από την ερωτική εγγύτητα χτίζεται ξανά και ξανά το αίσθημα του «ανήκουμε ο ένας στον άλλον».
Κοινό στοιχείο
σε όλα τα σενάρια
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, ο σύντροφος που φεύγει είχε προσπαθήσει επανειλημμένα, συχνά σιωπηρά ή έμμεσα, να επικοινωνήσει το πρόβλημα. Ωστόσο, ο άλλος, προστατευμένος μέσα στις δικές του άμυνες ή αδιαφορία, δεν μπόρεσε να αντιληφθεί τα σήματα. Ο χωρισμός μοιάζει ξαφνικός μόνο σε εκείνον που δεν θέλησε ή δεν μπόρεσε να ακούσει.
Η έλλειψη αυτογνωσίας του ενός οδηγεί στην απόγνωση και στην απόσυρση του άλλου, ο οποίος τελικά επιλέγει την αυτοπροστασία αντί για την ατέρμονη προσπάθεια να εξηγεί σε κάποιον που δεν μπορεί ή δεν θέλει πραγματικά να κατανοήσει.
Κι έτσι, η αγάπη σβήνει σιγά-σιγά κάτω από το βάρος της σιωπής που βαραίνει όταν δεν μπορεί να γίνει επικοινωνία. Κι ίσως το πιο οδυνηρό δεν είναι το τέλος, αλλά η διαπίστωση πως τα σημάδια υπήρχαν από καιρό και δεν βρέθηκε το θάρρος να ιδωθούν.
Στο μέτρο που μας επιτρέπουν οι δυνατότητές μας είναι σημαντικό να ακούμε προσεκτικά, να βλέπουμε πιο βαθιά, να μην θεωρούμε τον άλλο ως δεδομένο, και να ζούμε τη σχέση σαν ένα συνεχές ταξίδι γνωριμίας που δεν τελειώνει ποτέ.