15/10/2024
ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ: Μήνας ευαισθητοποίησης για την Επιλεκτική Αλαλία
Ο όρος επιλεκτική αλαλία χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Ελβετό παιδοψυχίατρο Moritz Tramer το 1934 γιατί θεώρησε ότι τα παιδιά επέλεγαν συνειδητά πότε θα μιλούσαν και πότε όχι. Σύμφωνα με το DSM-5 του American Psychiatry Association (2013), η επιλεκτική αλαλία ορίζεται ως «μια παιδική διαταραχή η οποία χαρακτηρίζεται από την αποτυχία του παιδιού να μιλήσει σε κάποιες κοινωνικές περιστάσεις.»
Συνήθως τα παιδιά αυτά μιλούν στο σπίτι τους, όταν δεν είναι κανένας άλλος παρόν και σε μέλη της οικογένειας ή γενικά σε άτομα που έχουν αρκετή οικειότητα. Εκεί που αντιμετωπίζουν με τη μεγαλύτερη δυσκολία είναι στο σχολείο, όπου περιβάλλονται από άγνωστα άτομα ή σε κάποια κοινωνική εκδήλωση ή ακόμα και σε μία απλή βόλτα. Άλλες φορές μπορεί να μη μιλάνε σε κάποια μέλη της οικογένειας μέσα στο σπίτι και σπανιότερα, μπορεί ένα παιδί να μιλάει στο σχολείο αλλά όχι στο σπίτι.
Τα άτομα με τη διαταραχή αυτή, βιώνουν υπερβολικό άγχος στις κοινωνικές καταστάσεις, που καλούνται να επικοινωνήσουν και να αλληλεπιδράσουν με άλλους ανθρώπους και συχνά όταν κάποιος τους απευθύνει το λόγο ή τα πλησιάζει, δείχνουν τρομαγμένα, με παγωμένο βλέμμα, ανέκφραστα, με περιορισμένη βλεμματική επαφή, μένουν ακίνητα ή τρέμουν. Αυτό έχει ως συνέπεια να χρησιμοποιούν μη λεκτικό τρόπο, όπως χειρονομίες, νεύματα ή κλίσεις κεφαλιού, για να εκφράσουν τις επιθυμίες τους. Ακόμη, μπορεί να σπρώχνουν ή να τραβούν τα άτομα των οποίων θέλουν να τραβήξουν την προσοχή, ενώ σε κάποιες άλλες περιπτώσεις μπορεί να χρησιμοποιούν μονοσύλλαβες λέξεις, σύντομες φράσεις ή φράσεις που χαρακτηρίζονται από αλλοιωμένη φωνή.
Παράγοντες που μπορεί να πυροδοτήσουν την εμφάνιση της επιλεκτικής αλαλίας είναι πολλοί και ο συνδυασμός αυτών συμβάλλει στην εμφάνιση της. Μπορεί να είναι κάποιο τραυματικό γεγονός(απώλεια συγγενικού προσώπου, διαζύγιο γονέων, bulling κ.α.), υπερβολικό άγχος, ύπαρξη δυσκολίας στην ομιλία ή στον λόγο, κληρονομικότητα (ιστορικό επιλεκτικής αλαλίας στην οικογένεια, ντροπαλότητα), δυσλειτουργικά μοντέλα επικοινωνίας στο σπίτι, κοινωνική απομόνωση, μέλη μειονότητας.
Κλείνοντας, να σημειωθεί πως τα μοτίβα επικοινωνίας και οι παράγοντες μπορεί να ποικίλουν και να διαφέρουν από παιδί σε παιδί. Για αυτό χρειάζεται η αξιολόγηση και η παρέμβαση να είναι εξατομικευμένες, σύμφωνα με το ιστορικό και τις ανάγκες του κάθε παιδιού. Επίσης, δεν θα πρέπει να δίνεται έμφαση στο πότε και πως θα κάνουμε το παιδί να μιλήσει, διότι έτσι το μόνο που θα επιτύχουμε είναι να αυξήσουμε το άγχος του. Σύνηθες στόχοι της παρέμβασης είναι η μείωση του άγχους, η ενίσχυση της αυτοεικόνας, της κοινωνικής αυτοπεποίθησης και επικοινωνίας, μέσα από διάφορες θεραπευτικές προσεγγίσεις που θα επιτύχουμε σταδιακά την ανάπτυξη των απαραίτητων αντισταθμιστικών ικανοτήτων και το παιδί θα οδηγηθεί από μη λεκτικές, σε λεκτικές αντιδράσεις.
γράφει η Χριστίνα Θεοδωρίδου ,Λογοθεραπεύτρια στο Κέντρο Ψυχοθεραπείας & Ειδικής Αγωγής ΕστιάΖην Αθ. Κουτσούκου
https://akoutsoukou.gr/services/speech-therapy/