
15/10/2024
ΑΝΑΡΤΗΣΗ 2 ΠΡΟΣΤΕΘΗΚΕ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ...
Ιδού ο κλέφτης των κεραμιδιών, ο απο πολύ καιρό πριν, λησμονημένος άρχοντας του κόσμου τούτου...
Ο παλιά μικρός αγύρτης, που ζήτησε να τραβήξει το νήμα με τη ζωοφόρο ουσία, με τις πορφυρές πυγολαμπίδες, για να το δέσει στο καμπαναριό.
Αυτός που τόλμησε να θελήσει να κλέψει τον μεγάλο ήχο, τον εκκωφαντικό απόηχο, τον άηχο ήχο που ακούν οι κωφοί και οι μεγάλοι προσκυνητές. Τον φέροντα την ατόφια δύναμη της ισχύος του πεπρωμένου, τον ενοποιητή των συμπάντων και των ενδεχομένων.
Εκείνος που πήρε προσφορά απο τον ανίσκιωτο αρχιερέα της μεγάλης πύλης, το μικρό μπλε φτυάρι, το γόνιμο χωράφι και μια εντολή.
Σκάψε... Σπείρε... Θέρισε...
Κάθεται και συλλογιέται ο μικρός μας ήρωας. Κοιτάζει το μικρό μπλέ φτυάρι και τον απέραντο αγρό και αποσβωλομένος, μονολογεί ..
"Μάλλον με κορόιδεψε, ο παππάς. Με ενα τόσο μικρό φτυάρι είναι αδύνατο να σκάψω ενα τόσο απέραντο χωράφι..".
Απογοητευμένος και θυμωμένος συνάμα, ρίχνει μια και καρφώνει το μικρό φτυάρι, κατάχαμα.
Μονομιάς η γη σείεται, βογκά και σαλεύει ολάκερη! Μια πύρινη φλόγα ξεπηδά και ξεχύνεται και οι γλώσσες της, θέλουν να αγγίξουν τον έναστρο ουρανό! Απο τα σπλάχνα της μεγάλης μητέρας ξεπηδά ενας ασημένιος δράκος, με μια μπλε λωρίδα να διαγράφεται και να χωρίζει τα 2 μέρη του σώματος του..
Ξεχύνεται με ορμή στον ουρανό και αφού πρώτα κάνει εναν μεγάλο κύκλο, επιστρέφει και προγειώνεται γεμάτος σφρίγος και κάτι αλλιώτικο.. μάλλον αντεστραμένο, μπροστά του.
Ένς θρόνος είναι δεμένος επάνω στην πλάτη του. Τοποθετημένος ακριβώς στο κέντρο με τη μπλε λωρίδα να ξεχύνεται σα χαλί μπρος και πίσω του, αστράφτοντας και καθρεφτίζοντας τις 3 κόρες του χρόνου.
Ανέβα! προστάζει κοιτάζοντας κατάματα τον μικρό ήρωα. Η φωνή του, ακούγεται γνωστή και άγνωστη συνάμα, τόσο οικεία μα και τόσο ξένη που δε μπορεί να εξηγηθεί. Ο μικρός σαστίζει για λίγο.. λίγο μετά, σαλτάρει και ανεβαίνει στο θρόνο.
Αμέσως που τον άγγιξε, ο θρόνος προσαρμόστηκε στο μέγεθος του. Στο κάθισμα του, ξεπροβάλλουν μικρές λουρίδες και τον προσδένουν τρυφερά μα και με την απαιτούμενη ακριβώς δύναμη. Θρόνος και ήρωας γίνονται ενα και ο ασημένιος δράκος, βγάζοντας μια κραυγή προστάζει το πέπλο της πραγματικότητας να υποχωρήσει. Ταυτόχρονα, ανοίγοντας τα φτερά του πετά, στραμμένος προς το φεγγάρι...
Πριν τα βλέφαρα του μικρού προλάβουν να ανοιγοκλείσουν, ο δράκος ακούγεται...
Haki !!! Φτάσαμε! ...
Ξαφνιασμένος ο μικρός, του απαντά με μένος....
"Δε με λένε Haki !!! ....." με λένε ..... με λένε ......!!!
Κάθε προσπάθεια του όμως να πει το όνομα του, έπεφτε στο κενό. Καμία μνήμη, καμία λέξη, κανένα όνομα που να μπορεί να ανακαλέσει.. Ο ασημένιος δράκος, τον κοιτά με κατανόηση. Με περίσσια κατανόηση μα και μια σταλιά αγάπη! Ανοίγει τα φτερά του και με ενα δυνατό χτύπημα, σηκώνεται και χάνεται στον απέραντο ουρανό.
Από το δυνατό τράνταγμα καθώς έπεσε απο το θρόνο που καθόταν, αλλά και απο τον άνεμο που σήκωσαν τα φτερά του δράκου, ο μικρός ήρωας σέρνεται μερικά μέτρα επάνω στο σεληνιακό τοπίο.
Αφού χρειάστηκε λίγη ώρα για να συνέλθει, το μυαλό του πάλευε ανάμεσα σε 2 σκέψεις. Στη μια μεριά το όνομα που του έδωσε ο δράκος μα και σε μια απορία, μια ξαφνική απορία, για το που βρίσκεται και το τι συμβαίνει.
Όλα γύρω του μοιράζονταν ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι. Λαμπεροί ογκώδεις λόφοι μα και βαθιές σκοτεινές χαράδρες, χωρίς τελειωμό. Γκρεμοί, βουνά μα και ένα σκληρό και μάλλον άγονο έδαφος, απλωνόταν δεξιά και αριστερά του... Παντού βράχοι... κανένα σημάδι ζωής, κανένας να συναντήσει, να μιλήσει, να ρωτήσει, να πει μια κουβέντα μαζί του.
Πολλοί ίσως να είχαν τρομάξει και να είχαν αρχίσει να φωνάζουν έντρομοι. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη στο μικρό μας κεραμυδιστή. Αυτός κοιτούσε με δέος δεξιά, αριστερά, επάνω στους λόφους και κάτω στις χαράδρες. Όλα ήταν πρωτόγνωρα, ήθελε να τα επεξεργαστεί και να τα κατανοήσει.. Την ίδια στιγμή, στην άλλη μεριά του μυαλού του, συνέχισε να στριφογυρνά το όνομα.... Haki ...
Haki .... Haki .... μα γιατί με αποκάλεσε Haki ? Μα πως με λένε όμως? Γιατι δε μπορώ να θυμηθώ? Λίγα λεπτά κάθεται σε ένα μικρό βραχάκι και ξεκίνησε να ατενίζει τον ήλιο που έγερνε αργά - αργά στη δύση του.
Αφού το επεξεργάστηκε αρκετά στο μυαλό του, με προσοχή σαν τίποτε άλλο να μην υπήρχε και να μην είχε σημασία, ξεχνώντας εντελώς το μάλλον αφιλόξενο για εκείνον μέρος, πετάγεται και αναφωνεί γεμάτος αποφασιστικότητα! ...
Haki λοιπόν! Γενηθήτω το θέλημα σου! Ας είναι.. Το δέχομαι.. Αυτό θα είναι το όνομα μου .....
Συνεχίζεται ....