
19/02/2024
Σκεφτόμουν τότε ότι, αν δεν είχα όλα αυτά τα βουνά από άπλυτα ρούχα, θα ήμουν πιο ικανοποιημένη, θα μπορούσα να διαβάσω τα βιβλία που έπρεπε να διαβάσω και που ήθελα να διαβάσω αλλά, αντί να διαβάζω, εγώ έβαζα πλυντήρια κι όταν τελείωναν τα πλυντήρια έπρεπε να απλώσω τα απείθαρχα, βαριά σεντόνια να στεγνώσουν, κι αν έξω έβρεχε ή ήταν χειμώνας έπρεπε να τα κρεμώ πάνω απ' τις πόρτες ή στις καρέκλες γιατί οι απλώστρες ήταν πολύ μικρές κι ήταν ήδη γεμάτες κάλτσες, εσώρουχα, πουκάμισα, πουλόβερ, γαμώ την μπουγάδα μου, γαμώ. Αλλά τώρα που ο κόσμος κατέρρεε, τώρα που κατέρρεα εγώ, τώρα που ένιωθα όλο το βάρος της απώλειας, ήταν αυτές οι μπουγάδες που με κρατούσαν σε εγρήγορση, όλη αυτή η ώρα που ξόδευα στο να πλένω τα ρούχα και να τα απλώνω να στεγνώσουν και να τα διπλώνω και να τα βάζω στις ντουλάπες όταν τα παιδιά είχαν πέσει τελικά για ύπνο και μετά έπεφτα κι εγώ για ύπνο, γιατί τα ρούχα ήταν πλυμένα, καθαρά, στεγνά και διπλωμένα και στη θέση τους κι εγώ επιζούσα λόγω των μπουγάδων τελικά.
| Βίγκντις Γιορτ | Διαθήκη και παρακαταθήκη | μτφρ.: Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη | εκδόσεις Ποταμός |
| Artwork: Jeffrey T. Larson |