15/07/2024
Ο Ιούλιος είναι μήνας ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης για τις παθήσεις των παραθυρεοειδών αδένων.
Παραθέτω λοιπον το Ενημερωτικο Δελτίο της Ελληνικής Ενδοκρινολογικής Εταιρείας που επιμελήθηκε ο συνάδελφος Αντώνης Πολυμέρης, Ενδοκρινολόγος, Τέως Διευθυντής Τμήματος Ενδοκρινολογίας, Μεταβολισμού και Σακχαρώδη Διαβήτη, ΓΝΑ «Σισμανόγλειο-Αμαλία Φλέμινγκ».
ΠΑΘΗΣΕΙΣ ΠΑΡΑΘΥΡΕΟΕΙΔΩΝ ΑΔΕΝΩΝ
Οι παραθυρεοειδείς είναι συνήθως 4 μικροί αδένες, μεγέθους φακής, παρά την οπίσθια επιφάνεια των λοβών του θυρεοειδούς αδένα. Συνθέτουν και εκκρίνουν την παραθορμόνη, η οποία έχει σαν κύριο στόχο τη διατήρηση του ασβεστίου στο αίμα σε φυσιολογικά όρια. Αυτό επιτυγχάνεται με 3 μηχανισμούς: α) την αύξηση της εντερικής απορρόφησης του ασβεστίου (και του φωσφόρου) από το έντερο, β) την αύξηση της επαναρρόφησης του ασβεστίου από τους νεφρούς (και ταυτόχρονα την αύξηση της αποβολής του φωσφόρου) και γ) την απελευθέρωση του ασβεστίου από τα οστά (που δεν είναι καλό γιατί οδηγεί σε οστεοπόρωση).
Η υπερέκκριση παραθορμόνης από τους παραθυρεοειδείς είτε λόγω αδενώματος είτε σπανιότερα λόγω υπερπλασίας (πρωτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός), έχει σαν αποτέλεσμα αύξηση του ασβεστίου και μείωση του φωσφόρου του αίματος, γεγονός που δημιουργεί πολλά προβλήματα όπως οστεοπόρωση, νεφρολιθίαση, κοιλιακό άλγος, αφυδάτωση, δίψα, απώλεια όρεξης, ναυτία, εμετούς, δυσκοιλιότητα, παγκρεατίτιδα, γαστρικά ή πεπτικά έλκη, διαταραχές μνήμης, σύγχυση, κατάθλιψη, μυϊκή αδυναμία, αρρυθμίες και αρτηριακή υπέρταση. Εάν ο πρωτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός είναι συμπτωματικός ή πληρούνται συγκεκριμένα κριτήρια η θεραπεία του είναι η παραθυρεοειδεκτομή, άλλως (και μάλιστα αν το ασβέστιο είναι οριακά αυξημένο) γίνεται απλώς τακτική παρακολούθηση. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει και ένα φάρμακο που χορηγούμενο, φυσιολογικοποιεί στην πλειοψηφία των ασθενών το ασβέστιο αλλά μειώνει την παραθορμόνη γύρω στο 30%.
Ο δευτεροπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός οφείλεται συνήθως σε ανεπάρκεια βιταμίνης D από διάφορες αιτίες όπως νεφρική ανεπάρκεια και χαρακτηρίζεται από αυξημένη παραθορμόνη αλλά φυσιολογικό ασβέστιο (αν και συνήθως προς τα κατώτερα φυσιολογικά όρια) και φυσιολογικό φωσφόρο. Αντιμετωπίζεται με χορήγηση βιταμίνης D με ή χωρίς ασβέστιο. Τέλος σε περιπτώσεις χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας, ο δευτεροπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός εξελίσσεται με τον χρόνο σε τριτοπαθή υπερπαραθυρεοειδισμό, στον οποίο έχουμε πολύ αυξημένη παραθορμόνη και παράλληλα αυξημένο ασβέστιο και φωσφόρο και αντιμετωπίζεται με εγχείρηση.
Ο υποπαραθυρεοειδισμόςαντίθετα χαρακτηρίζεται από χαμηλό ασβέστιο, σχετικά υψηλό φωσφόρο και απρόσφορα χαμηλή παραθορμόνη. Είναι απόρροια παραθυρεοειδεκτομής ή θυρεοειδεκτομής ή είναι αυτοάνοσης αιτιολογίας ή οφείλεται σε άλλα αίτια όπως προηγηθείσα ακτινοβολία στην περιοχή του λαιμού ή υπομαγνησιαιμία στο πλαίσιο κατάχρησης οινοπνεύματος. Οι ασθενείς με υποπαραθυρεοειδισμό παρουσιάζουν παραισθησίες κυρίως στα δάκτυλα και στα χείλη, αυτόματες μυϊκές συσπάσεις στο πρόσωπο, μυϊκές κράμπες και πόνους, εύκολη κόπωση, αλλαγές στη διάθεση όπως ευερεθιστότητα, άγχος ή κατάθλιψη, ξηρότητα στο δέρμα και εύθρυπτες τρίχες και νύχια. Μπορεί να εμφανίσουν λαρυγγόσπασμο, καρδιακές αρρυθμίες, νεφρολιθίαση, επιληπτικές κρίσεις και σε χρόνιες καταστάσεις καταρράκτη και επασβεστώσεις στα βασικά γάγγλια. Αντιμετωπίζεται με συνεχή λήψη βιταμίνης D και ασβεστίου και σε ανθεκτικές περιπτώσεις, με τη χορήγηση ενέσιμης συνθετικής παραθορμόνης.
Τόσο ο υπερπαραθυρεοειδισμός όσο και ο υποπαραθυρεοειδισμός μπορεί σπάνια να έχουν οικογενή κατανομή και να συνυπάρχουν και με άλλες ενδοκρινοπάθειες.