25/05/2025
Ένα εξαιρετικό άρθρο για την γενιά Z των smartphones από την συνάδελφο Μαρία Μαγγανάρη.
Η Απορρυθμισμένη Γενιά των Smartphones
Η Γενιά Ζ, οι νέοι δηλαδή που γεννήθηκαν μετά το 1995, μεγάλωσαν σε έναν κόσμο ριζικά διαφορετικό από εκείνον των γονιών και των παππούδων τους. Ο παράγοντας που διαμόρφωσε εντονότερα την ταυτότητά τους δεν ήταν κάποιος πόλεμος ή μια οικονομική κρίση – ήταν η τεχνολογία. Η κοινωνική ψυχολόγος Τζιν Τουένγκι υποστηρίζει ότι κάθε γενιά επηρεάζεται από την τεχνολογία που κυριαρχεί στη νεότητά της (Twenge, 2017). Για τη Γενιά Ζ, η τεχνολογία αυτή είναι το διαδίκτυο, τα smartphones και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η επίδρασή τους, ωστόσο, δεν ήταν ουδέτερη, μιας και συνέβαλαν καθοριστικά στη δημιουργία μιας «απορρυθμισμένης» γενιάς, με ανησυχητικά υψηλά ποσοστά άγχους, κατάθλιψης και κοινωνικής απομόνωσης.
Ένα περιβάλλον απορρύθμισης
Η απορρύθμιση αυτή έχει δύο βασικές ρίζες.
Πρώτον, την απότομη αλλαγή στη χρήση της τεχνολογίας και δεύτερον, την καλοπροαίρετη αλλά υπερβολική προστασία των παιδιών στον πραγματικό κόσμο. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’80, η «γενιά του ελεύθερου παιχνιδιού» αντικαταστάθηκε σταδιακά από τη «γενιά της οθόνης». Μέχρι το 2010, οι περισσότεροι έφηβοι διέθεταν πλέον smartphone, με το iPhone 4, το Instagram και τις selfies να εγκαινιάζουν ένα «οικοσύστημα» διαρκούς σύγκρισης.
Επιπλέον, η «ασφαλειομανία» των ενηλίκων, απόρροια των κοινωνικών αλλαγών της δεκαετίας του ’90, στέρησε από τα παιδιά την ευκαιρία να μάθουν να φροντίζουν τον εαυτό τους μέσα από το παιχνίδι και την εμπειρία. Τα παιδιά πια μεγαλώνουν με περιορισμένη πρόσβαση στις ενσώματες κοινωνικές εμπειρίες όπως στο ριψοκίνδυνο παιχνίδι, στα τελετουργικά μετάβασης, στις αυθόρμητες ερωτικές και φιλικές σχέσεις. Το αποτέλεσμα είναι η αποδυνάμωση της ικανότητας να διαχειρίζονται τον εαυτό τους, τους άλλους και τα συναισθήματά τους, στοιχεία απαραίτητα για τη δημιουργία σταθερών σχέσεων. Ευτυχώς ή δυστυχώς, το κλειδί της συναισθηματικής ανάπτυξης δεν είναι η πληροφορία, αλλά η εμπειρία, η οποία όμως έχει περιοριστεί δραστικά.
Ο ψηφιακός κόσμος: μια άναρχη παιδική χαρά
Σε αντίθεση με την υπερπροστασία στον φυσικό κόσμο, στον ψηφιακό χώρο επικρατεί ελλιπής εποπτεία. Τα παιδιά αφήνονται ελεύθερα σε πλατφόρμες που έχουν σχεδιαστεί για να προκαλούν εξάρτηση, εκμεταλλευόμενες εξελικτικά ένστικτα όπως η ανάγκη για κοινωνική αποδοχή και γόητρο. Τα likes, οι followers, οι influencers, όλα ποσοτικοποιούν την κοινωνική αξία και πυροδοτούν έναν διαρκή ανταγωνισμό. Η κοινωνική καταξίωση στον ψηφιακό χώρο απαιτεί από τα παιδιά να διαχειρίζονται αδιάκοπα τη διαδικτυακή περσόνα τους, ένα άγχος που συχνά υπερβαίνει ακόμη και την απειλή του φυσικού κινδύνου.
Η κατάσταση επιδεινώνεται κατά την ευαίσθητη ηλικία των 9-14 ετών, όταν η νευρωνική πλαστικότητα είναι ιδιαίτερα αυξημένη.
Σύμφωνα με την έρευνα του Δρ Jonathan Haidt (Haidt, 2024), για τα κορίτσια οι πιο επικίνδυνες ηλικίες είναι 11-13, ενώ για τα αγόρια 14-15. Τυχόν τραυματικές εμπειρίες σε αυτή την περίοδο –συμπεριλαμβανομένων των συνεχών ψηφιακών συγκρίσεων, της απόρριψης και της ντροπής– μπορούν να αφήσουν ανεξίτηλα αποτυπώματα στον εγκέφαλο των παιδιών. Ορισμένα από τα αποτελέσματα είναι ήδη ορατά, μιας και από το 2010 έως το 2020, οι αυτοτραυματισμοί στα κορίτσια σχεδόν τριπλασιάστηκαν.
Φύλο και ψηφιακές εξαρτήσεις
Το φύλο διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στον τρόπο με τον οποίο τα παιδιά επηρεάζονται από τις ψηφιακές τεχνολογίες. Τα κορίτσια πλήττονται περισσότερο από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Λόγω της μεγαλύτερης έμφασης στη συντροφικότητα και στην κοινωνική εικόνα, βιώνουν πιο έντονα τις οπτικές συγκρίσεις, την κοινωνική απομόνωση και τις επιθετικές συμπεριφορές από άλλα κορίτσια. Το άγχος και η κατάθλιψη διαδίδονται ως κοινωνιογενείς νόσοι, με ολέθριες επιπτώσεις στην ψυχική τους υγεία.
Τα αγόρια αντίθετα, προσκολλώνται περισσότερο σε βιντεοπαιχνίδια και πορνογραφικό περιεχόμενο. Η κατανάλωση πορνογραφίας σχετίζεται με μειωμένη διαπροσωπική ικανοποίηση και αποφυγή της συναισθηματικής εγγύτητας. Τα βιντεοπαιχνίδια, αν και σε πολλές περιπτώσεις λειτουργούν θετικά, μπορεί να εξελιχθούν σε εθισμό, ειδικά όταν αντικαθιστούν την πραγματική κοινωνική αλληλεπίδραση.
Και στα δύο φύλλα, ένας παράγοντας που πρέπει να συνυπολογίσουμε είναι το «κόστος ευκαιρίας». Το πώς θα αξιοποιούσαν δηλαδή όλες αυτές τις ώρες που ξοδεύουν είτε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είτε στα βιντεοπαιχνίδια τα παιδιά, αν δεν ήταν online «σχεδόν συνέχεια», όπως ομολογεί ένα μεγάλο ποσοστό (45% στις ΗΠΑ, κάτι που μεταφράζεται σε 16 ώρες ημερησίως και 112 ώρες την εβδομάδα).
Από την άμυνα στην ανακάλυψη
Ο εγκέφαλος των παιδιών και εφήβων λειτουργεί είτε σε «λειτουργία ανακάλυψης» είτε σε «λειτουργία άμυνας». Όταν βιώνουν εμπιστοσύνη, ανεξαρτησία και υποστήριξη, βλέπουν τον κόσμο ως χώρο ευκαιριών. Αντίθετα, όταν νιώθουν συνεχώς ότι κινδυνεύουν ή κρίνονται, περνούν σε λειτουργία άμυνας, βλέποντας παντού κινδύνους και νιώθοντας ανεπαρκείς. Τα smartphones, με τις συνεχείς ειδοποιήσεις και την έκθεση στην κριτική ματιά των άλλων, συχνά ενισχύουν αυτή τη δεύτερη λειτουργία.
Προτάσεις για επανευθυγράμμιση
Τι πρέπει να γίνει: Οι προτάσεις του Haidt (Haidt, 2024).
Ο Haidt προτείνει τέσσερις βασικές αλλαγές που μπορούν να συμβάλουν στην αντιστροφή της απορρύθμισης:
-Όχι smartphones πριν το γυμνάσιο.
-Όχι πρόσβαση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης πριν από την ηλικία των 16 ετών.
-Απαγόρευση των κινητών τηλεφώνων στα σχολεία.
-Περισσότερο ελεύθερο παιχνίδι χωρίς επιτήρηση.
Η κατάσταση είναι αναστρέψιμη. Απαιτείται, ωστόσο, συλλογική προσπάθεια από την πολιτεία, τις τεχνολογικές εταιρείες, τα σχολεία και τους γονείς.
Η πολιτεία πρέπει να θεσπίσει αυστηρότερα ηλικιακά όρια για τη χρήση των ψηφιακών υπηρεσιών (τουλάχιστον στα 16 έτη), με αποτελεσματικούς μηχανισμούς επαλήθευσης. Παράλληλα, πρέπει να ενισχύσει τη χωροταξία υπέρ του παιχνιδιού και της ανεξαρτησίας, δημιουργώντας φιλικούς προς τα παιδιά δημόσιους χώρους.
Τα σχολεία οφείλουν να απαγορεύσουν τη χρήση κινητών, να παρέχουν μεγαλύτερα διαλείμματα και να προωθούν το ελεύθερο παιχνίδι όχι μόνο ως ψυχαγωγία, αλλά ως βασικό εργαλείο μάθησης και κοινωνικοποίησης.
Οι γονείς πρέπει να αλλάξουν νοοτροπία: να δρουν ως «κηπουροί» και όχι ως «γλύπτες» της ζωής των παιδιών τους. Να αποδεχτούν την αταξία και τον αυθορμητισμό, να συνεργάζονται με άλλους γονείς για κοινούς κανόνες, να ενθαρρύνουν δραστηριότητες στη φύση, εκδρομές και κατασκηνώσεις χωρίς τεχνολογία. Το σημαντικότερο όμως είναι να διαχειριστούν το δικό τους άγχος, ώστε να μη μεταδίδουν τον φόβο στα παιδιά τους.
Η Γενιά Ζ δεν γεννήθηκε «προβληματική». Μεγάλωσε όμως σε ένα περιβάλλον που, στην προσπάθειά του να την προστατεύσει και να την «ενημερώσει», την αποξένωσε από τις εμπειρίες που χτίζουν τον χαρακτήρα και την ψυχική ανθεκτικότητα. Ίσως ήρθε η ώρα να ξαναθυμηθούμε ότι τα παιδιά χρειάζονται περισσότερο χώμα και λιγότερη οθόνη, περισσότερο ρίσκο και λιγότερη τελειότητα. Περισσότερη ζωή.
Βιβλιογραφικές αναφορές
Haidt, J. (2024). The Anxious Generation: How the Great Rewiring of Childhood Is Causing an Epidemic of Mental Illness. Penguin Press.
Twenge, J. M. (2017). iGen: Why Today’s Super-Connected Kids Are Growing Up Less Rebellious, More Tolerant, Less Happy–and Completely Unprepared for Adulthood. Atria Books.