07/08/2025
«Θεραπευτές, η ουδετερότητα δεν είναι πλέον επιλογή — η πολιτική μάς διχάζει»
"Υπάρχει ένας μύθος που κυκλοφορεί ακόμη στα θεραπευτικά δωμάτια: ότι εμείς, ως θεραπευτές, πρέπει να παραμένουμε πολιτικά ουδέτεροι. Ότι η συζήτηση για την πολιτική είναι «μεροληπτική», «ακατάλληλη» ή «εκτός επαγγελματικής πρακτικής».
Αυτός ο μύθος δεν είναι απλώς παρωχημένος — είναι επικίνδυνος.
Γιατί το 2025, η πολιτική είναι κάτι προσωπικό. Βρίσκεται σε κάθε θεραπευόμενο που μπαίνει στο γραφείο αναρωτώμενος αν η θλίψη του, το άγχος ή η οργή του είναι «υπερβολικά», ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για μια λογική αντίδραση σε μια κοινωνία που τον κάνει να αμφισβητεί τον πόνο του και τον αντιμετωπίζει σαν βάρος.
Η ψυχική υγεία δεν υπάρχει μέσα σε κενό. Διαμορφώνεται — βαθιά και καθημερινά — από την πολιτική, τις πολιτικές αποφάσεις και την εξουσία. Αν το αγνοούμε αυτό, δεν προσφέρουμε φροντίδα. Προσφέρουμε απλώς συγκράτηση. Λέμε, ουσιαστικά, στους θεραπευόμενους: «Φέρε το τραύμα σου, αλλά όχι την αλήθεια για το από πού προήλθε».
Στην πράξη, αυτό δεν σημαίνει ότι η θεραπεία μετατρέπεται σε πολιτική συζήτηση — σημαίνει ότι αναγνωρίζουμε το πώς οι πολιτικές πραγματικότητες διαμορφώνουν το συναισθηματικό τοπίο του θεραπευόμενου. Όταν ένας ασθενής τελικού σταδίου μου λέει ότι του μείωσαν την παυσίπονη αγωγή λόγω περιοριστικών νόμων στη συνταγογράφηση, δεν το αντιμετωπίζω απλώς ως ζήτημα διαχείρισης συμπτωμάτων — τον βοηθώ να επεξεργαστεί το φόβο, το θυμό και την προδοσία που αισθάνεται, επειδή του στερούν μια αξιοπρεπή φροντίδα.
Όταν μια φροντίστρια μού λέει ότι δουλεύει 60 ώρες την εβδομάδα και παρ’ όλα αυτά δεν μπορεί να καλύψει όλους τους λογαριασμούς της ή να απευθυνθεί σε γιατρό, δεν παθολογικοποιώ την εξουθένωσή της — την ονομάζω όπως είναι: εξάντληση που ριζώνει στη δομική αμέλεια.
Όταν ένας θεραπευόμενος με αναπηρία εκφράζει ενοχές επειδή χρειάζεται βοήθεια, εξετάζω μαζί του πώς ο καπιταλισμός έχει ταυτίσει την ανθρώπινη αξία με την παραγωγικότητα. Αυτές δεν είναι αφηρημένες πολιτικές ιδέες. Είναι καθημερινές, βιωμένες πραγματικότητες — και η επικύρωση αυτής της αλήθειας γίνεται μέρος της θεραπευτικής διαδικασίας.
Ο στόχος δεν είναι να πολιτικοποιήσουμε τις διαγνώσεις των θεραπευόμενων, αλλά να δώσουμε ένα πλαίσιο στην πραγματικότητα που βιώνουν όταν αυτή διασταυρώνεται με τη συστημική βλάβη — όπως συμβαίνει συχνά. Η πολιτική δεν είναι ποτέ το σημείο εκκίνησης, αλλά κάποιες φορές είναι μέρος της θεραπευτικής διαδρομής.
Έχω δει γάμους να δοκιμάζονται — ή και να καταρρέουν εντελώς — εξαιτίας αυτού που παλιότερα θεωρούνταν «απλώς πολιτικές διαφορές». Όμως οι πολιτικές αξίες είναι συνδεδεμένες με θεμελιώδεις ηθικές πεποιθήσεις — σχετικά με τη φυλή, το φύλο, την ελευθερία, την ασφάλεια, την αυτοδιάθεση του σώματος και την αλήθεια. Αυτό που παλαιότερα θεωρούνταν ως «διαφορά απόψεων» είναι πλέον ένα χάσμα στην ίδια την αντίληψη της πραγματικότητας. Συχνά, ο ένας σύντροφος υπερασπίζεται αξίες που βασίζονται στη δικαιοσύνη, την ενσυναίσθηση και τη συλλογική φροντίδα, ενώ ο άλλος προσκολλάται σε παραδοσιακές, ατομικιστικές αντιλήψεις που εδράζονται στην ιεραρχία και τον έλεγχο. Δεν πρόκειται για μικροδιαφορές. Πρόκειται για βαθιά ριζωμένα κοσμοθεωρητικά χάσματα. Και όταν οι θεραπευτές αποτυγχάνουμε να κατονομάσουμε το πολιτικό πλαίσιο αυτών των ρήξεων, αφήνουμε τους θεραπευόμενους να παλεύουν με αυτή τη σύγχυση μόνοι τους.
Έχω δει θεραπευόμενους να παλεύουν με ρήξεις μέσα στις οικογένειες προέλευσής τους. Ενήλικα παιδιά που διακόπτουν κάθε επαφή με γονείς οι οποίοι επαναλαμβάνουν θεωρίες συνωμοσίας, υποβαθμίζουν τον ρατσισμό ή ψηφίζουν πολιτικές που βλάπτουν περιθωριοποιημένες κοινότητες — και στη συνέχεια κατηγορούν τα παιδιά τους ότι είναι «υπερευαίσθητα». Αυτές δεν είναι τυχαίες διαπροσωπικές εντάσεις. Είναι πολιτικά τραύματα. Όταν ένας q***r θεραπευόμενος ακούει από τον πατέρα του ότι «θα πάει στην κόλαση», αυτό δεν είναι απλώς ένα «οικογενειακό ζήτημα». Είναι το αποτέλεσμα μιας κοινωνίας που εξακολουθεί να νομιμοποιεί τέτοιου είδους μίσος με πρόφαση τη θρησκευτική ελευθερία.
Τα παιδιά παρατηρούν, απορροφούν και αντιδρούν σε όλα αυτά. Όταν ο ένας γονιός είναι συναισθηματικά διαθέσιμος και ασφαλής, ενώ ο άλλος είναι αποστασιοποιημένος, αυταρχικός ή απαξιωτικός — αυτές οι δυναμικές αντανακλούν τις ευρύτερες κοινωνικές δομές εξουσίας. Τα παιδιά εσωτερικεύουν ποια συναισθήματα είναι αποδεκτά και ποια όχι. Μαθαίνουν γρήγορα ποιος επιτρέπεται να κλαίει, ποιος πρέπει να είναι δυνατός και ποιος κατηγορείται όταν υπάρχει αστάθεια στο σπίτι. Αυτό δεν είναι απλώς οικογενειακή δυναμική. Είναι πολιτισμική κατήχηση.
Βιώνουμε, επίσης, μια σιωπηλή επιδημία απώλειας φιλικών σχέσεων — αυτό που πολλοί αποκαλούν «τη δεύτερη πανδημία». Φιλίες ζωής διαλύονται επειδή ένα άτομο δεν αντέχει πια να βρίσκεται κοντά σε κάποιον που αρνείται την ανθρωπινότητά του, ψηφίζει κατά των δικαιωμάτων του ή υποβαθμίζει το τραύμα του. Αυτό δεν είναι ιδεολογική «μισαλλοδοξία». Είναι ζήτημα επιβίωσης. Και οι θεραπευτές που ενθαρρύνουν τους θεραπευόμενους να «επιδιορθώσουν» αυτές τις ρήξεις χωρίς να αναγνωρίζουν το πολιτικό τους βάθος, στην ουσία παθολογικοποιούν υγιή όρια.
Ας είμαστε ειλικρινείς: Δεν προορίζονται όλες οι σχέσεις να διατηρηθούν. Και κάποιες είναι «λειτουργικές» απλώς και μόνο επειδή το ένα άτομο συνεχώς συρρικνώνεται, καταπιέζεται ή εγκαταλείπει τον εαυτό του για να διατηρηθεί η ηρεμία.
Πόσοι έχουν καταπιεί αθόρυβα την ενόχλησή τους μπροστά σε ένα ρατσιστικό αστείο για να μη διαταράξουν την οικογενειακή γαλήνη στο γιορτινό τραπέζι; Πόσοι έχουν υποβαθμίσει την ταυτότητά τους για να κρατήσουν μια παρέα ενωμένη;
Η πόλωση δεν διαλύει μόνο οικογένειες — διαλύει τον ίδιο τον ιστό της κοινωνικής εμπιστοσύνης. Δημιουργεί κουλτούρες σιωπής και έντασης, όπου κανείς δεν νιώθει πραγματικά ασφαλής ή ορατός. Διδάσκει τους ανθρώπους να προσποιούνται τη σύνδεση, αντί να την βιώνουν αυθεντικά. Και αυτή η συναισθηματική δυσαρμονία είναι κι αυτή μια μορφή τραύματος.
Όταν οι θεραπευτές παροτρύνουν τους θεραπευόμενους να «παραμείνουν συνδεδεμένοι» με κόστος την αξιοπρέπεια ή την εσωτερική τους γαλήνη, τότε ενισχύουμε ένα μοντέλο σχέσεων που επιβραβεύει τη σιωπή και τιμωρεί την αλήθεια. Αυτό δεν είναι επίλυση συγκρούσεων. Είναι συμμόρφωση.
Κι όμως, πάρα πολλοί θεραπευτές εξακολουθούν να προσπαθούν να «επαναπλαισιώσουν» αυτόν τον πόνο ως προβλήματα επικοινωνίας, διαγενεακές διαφορές ή άλυτα ζητήματα προσκόλλησης. Αν και τα πλαίσια αυτά μπορεί να είναι χρήσιμα, ωστόσο είναι ανεπαρκή όταν αποκόπτονται από το ευρύτερο κοινωνικό και πολιτικό τους πλαίσιο.
Για να είμαστε πραγματικά τραυματοκεντρικοί, πρέπει να είμαστε και συστημικά ενήμεροι. Για να είμαστε πολιτισμικά επαρκείς, πρέπει να είμαστε και πολιτικά επαρκείς. Για να είμαστε ηθικοί, οφείλουμε να αρνηθούμε την ουδετερότητα μπροστά στην αδικία.
Γιατί, ας είμαστε ειλικρινείς: η σύγχρονη θεραπεία, ως επί το πλείστον, δεν σχεδιάστηκε για να δώσει λύση στην καταπίεση. Δημιουργήθηκε για να βοηθήσει τους ανθρώπους να την διαχειρίζονται — σιωπηλά. Η δυτική ψυχοθεραπεία τοποθετεί το άτομο πάνω από τη συλλογικότητα. Παθολογικοποιεί την αντίσταση. Λέει στους ανθρώπους να ρυθμίσουν τα συναισθήματά τους πριν ρωτήσει αν αυτά τα συναισθήματα είναι, στην πραγματικότητα, απόλυτα λογικές αντιδράσεις στην πολιτική εγκατάλειψη και τη συστημική προδοσία.
Αν δεν αναρωτιόμαστε γι’ αυτά — στην εκπαίδευσή μας, στην εποπτεία μας και στις συνεδρίες μας — τότε απλώς μαθαίνουμε στους ανθρώπους πώς να επιβιώνουν μέσα σε ένα φλεγόμενο σπίτι.
Ζούμε μια περίοδο μαζικής απογοήτευσης. Η πολιτική προδοσία είναι παντού. Από το Ανώτατο Δικαστήριο μέχρι τα σχολικά συμβούλια, από τα συστήματα υγείας μέχρι τις πολιτικές στέγασης, οι άνθρωποι βλέπουν την αξιοπρέπειά τους να υπονομεύεται σε πραγματικό χρόνο. Πενθούν αυτό που η δημοκρατία υποτίθεται ότι θα ήταν. Νιώθουν άγχος γιατί ο κόσμος δεν είναι ασφαλής. Νιώθουν οργή γιατί ο κόσμος είναι άδικος. Και είναι κουρασμένοι — κουρασμένοι μέχρι το κόκκαλο — από το να τους λένε να «διαλογίζονται» για να το ξεπεράσουν.
Δεν χρειαζόμαστε ουδετερότητα. Χρειαζόμαστε θάρρος. Χρειαζόμαστε θεραπευτές πρόθυμους να πάρουν το ρίσκο να παρεξηγηθούν, για να είναι πραγματικά παρόντες. Χρειαζόμαστε κλινικούς που κατανοούν ότι ο πραγματικός κίνδυνος δεν είναι να μιλήσουμε — αλλά να σωπάσουμε ενώ η αδικία νομιμοποιείται.
Οπότε, η έκκλησή μου στους συναδέλφους θεραπευτές είναι η εξής: σταματήστε να το παίζετε ουδέτεροι. Σταματήστε να χρησιμοποιείτε το «πεδίο πρακτικής» για να αποφύγετε δύσκολες συζητήσεις. Σταματήστε να ελαχιστοποιείτε το συστημικό τραύμα για να διατηρήσετε την άνεσή σας. Οι θεραπευόμενοι δεν σας χρειάζονται για να τους σώσετε. Χρειάζονται όμως να σταθείτε δίπλα τους — να τους δείτε, να τους πιστέψετε και να κατονομάσετε μαζί τους την αλήθεια.
Γιατί σε καιρούς σαν αυτούς, η σιωπή δεν είναι θεραπευτική.
Είναι προδοσία."
Από: Despina Neztekidou